Maya Angelou

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη

Για έναν τέτοιο άνθρωπο δε χρειάζονται βιογραφικά στοιχεία. Αυτά είναι τυπικά και τα βρίσκει κανείς εύκολα. Ούτε εγκώμια χρειάζονται. Αυτά τα πλάθει κανείς μόνος του. Ένας άνθρωπος, όπως η Maya Angelou, έχει τη δική της αξία και κερδίζει τον θαυμασμό μόνη της. Έτσι θα κάνει πάντα. Όπου κι αν βρίσκεται...
Ήταν ένας άνθρωπος με ευγνωμοσύνη για τη ζωή, γεμάτος αυτοπεποίθηση, της οποίας την πηγή και αιτία γνώριζε καλά. «Υπάρχουν τόσα πολλά δώρα, τόσες ευλογίες, τόσες πολλές πηγές, που δε μπορώ να ονομάσω ένα πράγμα. Εκτός από την αγάπη. Και με αυτό δεν εννοώ την επιείκεια, ούτε τους συναισθηματισμούς. Ούτε καν τον ρομαντισμό. Εννοώ την κατάσταση που επιτρέπει στους ανθρώπους να ονειρεύονται τον θεό. Να τα καταφέρνουν. Να φαντάζονται χρυσούς δρόμους. Αυτή την κατάσταση που επιτρέπει στους ¨χαζούς¨ να γράφουν εκκλησιαστικά, ρώσικα και ιρλανδέζικα τραγούδια. Αυτό είναι αγάπη και είναι μεγαλύτερη από ο,τιδήποτε μπορώ να συλλάβω. Μπορεί να είναι το στοιχείο που κρατά τα άστρα στον θόλο τ’ ουρανού. Και αυτή η αγάπη, και οι ποικίλοι τρόποι με τους οποίος μπήκε στη ζωή μου, μου έδωσε την αυτοπεποίθησή μου στη ζωή.»
Αυτός ο άνθρωπος κουβαλά παντού όλη του τη ζωή. «Κουβαλώ ό,τι γνώρισα ποτέ κι όλες τις ιστορίες που διάβασα. Ο,τιδήποτε καλό, δυνατό, ευγενικό και ισχυρό. Τα φέρνω όλα μαζί μου σε κάθε κατάσταση. Και δε θα επιτρέψω στη ζωή μου να περιοριστεί και να μικρύνει από οποιονδήποτε ρατσισμό  ή σεξισμό ή διάκριση σε βάρος της ηλικίας μου. Οπότε θα πάρω μαζί μου τη σκανδιναβική ιστορία της μικρής πριγκίπισσας, την ιστορία της Χάιντι στα βουνά των Άλπεων, την ιστορία του O-Lan στο βιβλίο ¨The Good Earth¨ του Pearl S. Buck. Θα τους πάρω όλους μαζί μου. Τους παίρνω και τους ξέρω και είμαι αυτοί. Οπότε, όταν μπαίνω σε ένα δωμάτιο, ο κόσμος ξέρει πως κάποιος μπήκε- απλά δε ξέρει πως μπήκαν 2.000 άνθρωποι!»
Δεν ήταν πάντα δυνατή, γεμάτη αυτοπεποίθηση. Κάτι χρειάστηκε να την κλονίσει. «Όταν ήμουν 19-20 χρονών κάτι υπέροχο μου συνέβη. Τρομαχτικό, μα υπέροχο. Όταν ήμουν νεότερη, πίστευα πως η γιαγιά μου ήταν απλά ο Θεός. Ήταν τόσο δυνατή και καλοσυνάτη. Κι όταν εκείνη πέθανε συνειδητοποίησα πως ακόμη κι αν είχα εκατομμύρια δολάρια, δε θα μπορούσα να τη βρω πουθενά στη γη. Κι η επόμενη σκέψη μου ήταν πως θα πέθαινα. Συνήθιζα να πηγαίνω στο σπίτι, έβλεπα πως ο γιος μου κοιμόταν κι αφού κλείδωνα όλες τις πόρτες, έβαζα μια καρέκλα κάτω από το πόμολο. Δεν καταλάβαινα πως προσπαθούσα να κρατήσω τον θάνατο έξω.  Μετά απέκτησα πρόβλημα στην αναπνοή. Δεν είχα άσθμα μα ανέπνεα με δυσκολία. Τελικά, κατάλαβα τι συνέβαινε. Είδα τη ζωή μου και σκέφτηκα: ¨Φοβάμαι να πεθάνω.¨ Κατέληξα στο συμπέρασμα πως είτε φοβόμουν, είτε όχι, θα πέθαινα. Ήταν ένα από τα πιο σημαντικά σταυροδρόμια της ζωής μου. Μόλις συνειδητοποίησα πως αναπόφευκτα θα συνέβαινε αυτό το πράγμα, το επόμενο που σκέφτηκα ήταν: ¨Αν πρόκειται να κάνω το πιο δύσκολο και τρομακτικό πράγμα, να πεθάνω, είναι πιθανό να μπορώ να κάνω και κάποια άλλα δύσκολα και φαινομενικά αδύνατα πράγματα, τα οποία θα είναι καλά. Θα μπορούσα να γίνω η χορογράφος ενός μπαλέτου.¨ Και έγινα. Θα μπορούσα να γίνω καθηγήτρια χορού σε ένα θέατρο στο Κλίβελαντ. Και τα κατάφερα. Θα μπορούσα να τραγουδώ επαγγελματικά κι ίσως να σταματούσα τις δύο δουλειές σαν σερβιτόρα και πωλήτρια.»
 Είδε την ευλογία στην δυσκολία και στάθηκε στα πόδια της.  Πέτυχε, κι έτσι έχει κάτι να πει σε όσους ονειρεύονται. Ακόμη περισσότερο ίσως, σε όσους τα όνειρά τους ακόμη τα γυρεύουν. «Αγαπώ τη σοφία.  Και δε μπορείς ποτέ να είσαι σπουδαίος σε κάτι, αν δεν το αγαπήσεις. Όχι να το ερωτευθείς, μα να το αγαπήσεις, να το θαυμάσεις. Και φαίνεται πως αν το αγαπήσεις και δε θες απλά να το κατακτήσεις, αυτό θα σε βρει. Αλλά αν το ερωτευθείς, μπορεί να τρέξει μακριά σου!»
Βρήκε στην ψυχή της θάρρος. «Το κλαψούρισμα είναι ανάρμοστο. Δίνει στο κτήνος το σήμα πως υπάρχει ένα θύμα τριγύρω.» Και δεν είναι αυτός ο δρόμος που επιλέγει. «Δεν έχω μόνο το δικαίωμα να με υπερασπιστώ, αλλά και την ευθύνη. Δε μπορώ να το ζητήσω από κάποιον άλλον, αν δε το κάνω εγώ για μένα. Μόλις δοκιμάσεις να σταθείς στον εαυτό σου, θα εκπλαγείς που οι άνθρωποι θα σε ρωτήσουν: ¨Μπορώ να βοηθήσω;¨» Ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο, μπόρεσε μια μέρα, ειλικρινά να πει: «Η ζωή μου ήταν μεγάλη. Και πιστεύοντας πως πρέπει να αρπάζεις τη ζωή από τα κέρατα, τόλμησα να ζήσω πολλά. Κάποιες φορές τρέμοντας, όμως τολμούσα.» Ο απολογισμός της; «Στιγμές που με έκαναν να γελάσω και κάποιες που με έκαναν να διαλογιστώ.»
 Έμαθε τελικά να προστατεύει τον εαυτό της. «Μόλις ακούω κάποιον να προσπαθεί να με προσβάλει, ξέρω πως θέλει να έχει τη ζωή μου. Και δε θα του τη δώσω. Πιστεύω πως μία αρνητική δήλωση είναι δηλητήριο.  Ο αέρας ανάμεσα σε σένα και σε μένα, είναι γεμάτος ήχους και εικόνες. Αν δεν ήταν έτσι, πώς μπορώ να ανάβω την τηλεόρασή μου και να βλέπω τι γίνεται στη Νέα Υόρκη; Αυτό σημαίνει πως οι ήχοι και οι εικόνες είναι στον αέρα σαν πλήθος. Κι έχω πιστεί πως το αρνητικό έχει δύναμη. Ζει.» Αλλά δε το θέλει στη ζωή της.
Αντιθέτως, όμως, υπάρχει και η θετικότητα. «Μπορείς να τη ζητήσεις, να δείξεις πόσο σου αρέσει, να κάνεις χώρο για εκείνη. Κι εκείνη θα πει ¨Μ’ αρέσει αυτό το μέρος. Νομίζω θα μείνω.¨ Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι μπαίνοντας σε ένα σπίτι θέλουν να βγάλουν τα παπούτσια τους. Σε άλλα σπίτια, όσο όμορφα κι αν είναι, μπορεί να πουν πως δε μπορούν να μείνουν.» Ύστερα, υπάρχει και κάτι άλλο: « Να λες τα ευγενή πράγματα και αυτό να γίνεσαι.»
Στην ερώτηση ¨Ποια νομίζει πως είναι;!¨ απαντά αφοπλιστικά. «Είμαι παιδί του Θεού και ο Θεός με αγαπά.» γεγονός που της δίνει ελευθερία. «Ελευθερία και πειθαρχία. Ελευθερία και υπευθυνότητα. Ελευθερία και ένα μονοπάτι. Ελευθερία και μια σειρά να σκάψω. Ελευθερία να κάνω κάτι, όχι να τεμπελιάσω. Και το πιο δυσνόητο κομμάτι για μένα είναι πως καθώς ο Θεός με αγαπά και είμαι παιδί του, όταν δω τον φανατισμένο, το κτήνος και τον βιαστή, είτε εκείνος/η το ξέρει είτε όχι, χρειάζεται  εγώ να ξέρω πως είναι και αυτός παιδί του Θεού. Αυτό είναι μέρος της ευθύνης.»
Κι όσοι προηγήθηκαν, όσοι βρέθηκαν στη γη πριν από εκείνη κι άνοιξαν δικούς τους δρόμους; «Έχω την ευλογία να βλέπω τη σύνδεσή μας και το θάρρος να παραδέχομαι ό,τι βλέπω. Η δειλία κάνει τον άνθρωπο μετριοπαθή. Τον κάνει να λέει: ¨δεν αξίζω να γραφτώ  στα αρχείο των πράξεων του παραδείσου ή της γης.¨ Τους κρατά από το καλό τους. Φοβούνται να πουν: ¨Ναι, το αξίζω!¨ Αποστρέφομαι τη σεμνότητα. Με κάνει προσεκτική. Είναι μία διδαγμένη επιτήδευση. Και μόλις η ζωή χτυπά τον σεμνό άνθρωπο στον τοίχο, η σεμνότητα καταρρέει.» Έτσι την αποφεύγει. Άλλωστε όπως λέει: «Η σεμνότητα λέει πολλά για την ψευτιά.»
Η σχέση με τη μητέρα της ήταν ιδιαίτερη. Όπως αναφέρει, «Υπάρχουν καλοί γονείς για παιδιά και καλοί γονείς για νεαρούς ενήλικες.» Η μητέρα της ήταν στη δεύτερη κατηγορία και η σχέση τους σχεδόν ξεκίνησε όταν η Maya έμεινε έγκυος σε ηλικία 16 ετών. Η μητέρα της, σκληρή έως τότε, ήταν εκεί. Μέσα στις αναμνήσεις της δε, ξεχωρίζει και κάτι άλλο. «Ο γονιός έχει την ευκαιρία και ίσως την ευθύνη να απελευθερώσει το παιδί του. Η μαμά μου με είχε απελευθερώσει όταν ήμουν 17. Όταν μετακόμισα μου είπε: ¨Εντάξει. Σε αναθρέψαμε και μεγάλωσες, οπότε μην αφήσεις κανέναν να σε αναθρέψει πια. Γνωρίζεις τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και στο λάθος. Κάνε το καλό. Και να θυμάσαι. Πάντα θα μπορείς να γυρίσεις σπίτι.¨ Συνέχισε να με ελευθερώνει μέχρι τη μέρα που πέθανε.» Κι ήταν μια νύχτα, όταν έφυγε η μητέρα της, που έμεινε καλά στη μνήμη της. «Πήγα στο νοσοκομείο και της είπα: ¨Μου έχουν πει πως κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται την άδεια για να φύγουν. Άσε με να σου πω κάτι για σένα. Ήσουν ένας σπουδαίος εργάτης. Και μια σπουδαία μαγείρισσα. Και πρέπει να ήσουν και σπουδαία εραστής, γιατί πολλοί άντρες, και αν δε με απατά η μνήμη μου, και κάποιες γυναίκες, ρισκάρισαν τη ζωή τους για να σε αγαπήσουν. Άξιζες μια σπουδαία κόρη και την απέκτησες. Με ελευθέρωσες, ώστε να γίνω μία. Οπότε, αν ήρθε η στιγμή να φύγεις, θα έχεις κάνει ό,τι ο Θεός σε έφερε εδώ να κάνεις.»
Τότε μιλά για αγάπη, εκείνη που μπερδεύουμε, όπως λέει, με την κτητικότητα. Μα αγάπη μόνο αυτό δεν είναι. «Όταν αγαπώ κάποιον μ’ αρέσει να είναι κοντά και να πηγαίνουμε για δείπνο. Μ’ αρέσει να βλέπω το ηλιοβασίλεμα μαζί του. Αλλά αν αυτό δε συμβαίνει, τον αγαπώ και ελπίζω να αντικρίζει τον ίδιο ήλιο που βλέπω κι εγώ. Το να αγαπάς κάποιον ελευθερώνει τον εραστή όπως και τον αγαπημένο. Και σ’ αυτού του είδους την αγάπη φτάνεις με την ηλικία. Κάποια από αυτή τη σοφία μου ήρθε ύστερα από τα πενήντα ή τα εξήντα.»
Όπως και στην αρχή, έτσι και στον επίλογο δε χρειάζονται στολίσματα και φανταχτερές δηλώσεις. Μόνο κάτι λιτό απ’ τα δικά της χείλη. «Κάνε τα πάντα για να αλλάξεις ό,τι δε σ’ αρέσει. Κι αν δε μπορείς να το αλλάξεις, άλλαξε τον τρόπο που σκέφτεσαι.»
          
 Πηγές: O Magazine, elenaell 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου