Robert Doisneau

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη

Ένας Γάλλος, γεννημένος το 1912 του οποίου οι φωτογραφίες κράτησαν πολλές στιγμές αναλλοίωτες στον χρόνο. Απαθανάτισε διάσημους καλλιτέχνες ή ανθρώπους ανώνυμους στο δευτερόλεπτο μιας μέρας. Κάποιες φωτογραφίες του έμειναν στον κόσμο αξέχαστες. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του φωτορεπορτάζ και ανακηρύχθηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής.
Γυρίζοντας πίσω, σε φωτογραφίες ακόμη ασπρόμαυρες τον βρίσκουμε να σπουδάζει χαρακτική και λιθογραφία με πολύ αυστηρό πρόγραμμα στο Ecole Estienne. «Από αντίδραση άλλαξα την καριέρα μου. Αυτό που συνέβαινε στον δρόμο ήταν πιο διασκεδαστικό, εκεί διαδραματίζονταν περισσότερα. Και αφού είμαι ένα απείθαρχο άτομο, μ’ άρεσε η ιδέα να βρω την αντίθεση σε ό,τι είχα διδαχθεί. Αντανακλάσεις καθρεφτών, το βρεγμένο χώμα... όλα για μένα σήμαιναν ελευθερία.  Ήθελα μια μόρφωση που θα ήταν ωμή και πιο άμεση. Αυτό που βλέπεις έξω σχετίζεται πιο πολύ με τον χρόνο, βλέπεις τα ίχνη του στα πρόσωπα των ανθρώπων, κάτι που απλά δεν υπάρχει στον ακαδημαϊκό χώρο. Στις πρώτες μου φωτογραφίες ήμουν τόσο συνεσταλμένος που ντρεπόμουν να κοιτάξω τους ανθρώπους, οπότε έπαιρνα στατικές φωτογραφίες, όπως το αστικό τοπίο, τις λεπτομέρειες στα παγκάκια ή περιφράξεις από δέντρα. Τότε ξαφνικά τόλμησα να φωτογραφίσω ανθρώπους
Είτε στους ανθρώπους, είτε στα τοπία απέκτησε μία προτίμηση. «Τα μέρη που μου αρέσουν περισσότερο στην πόλη είναι αυτά με τις καμπύλες. Όταν οι γραμμές παραείναι ίσιες, είναι απλά πολύ λειτουργικές για τα ανθρώπινα όντα, δεν υπάρχει αυτοσχεδιασμός. Όταν ένα παιδί γλιστρά στην κουπαστή μιας πόρτας ή δένεις ένα ποδήλατο στον φράχτη, αλλάζεις την αυθεντική λειτουργία αυτών των πραγμάτων. Τότε γίνονται τρυφερά και ανθρώπινα. Αυτό μαρέσει
Για να βρει τις ιδιαίτερες τοποθεσίες, τα ελκυστικά για εκείνον πρόσωπα ή τις στιγμές είχε τον τρόπο του. «Υπάρχουν δύο μέθοδοι: ή βγαίνεις έξω και ψάχνεις για κάτι ή απλά στέκεσαι μόλις βρεις το σκηνικό σου. Αυτό συμβαίνει σε μένα πολύ συχνά. Έχω αυτή τη σπουδαία άνεση που δε στοιχίζει τίποτα, την πολυτέλεια να περιμένω. Όταν περιμένεις γίνεσαι ένα πολύ εξωτικό στοιχείο στο τοπίο και οι άνθρωποι εκπλήσσονται.  Πολύ λίγοι άνθρωποι μένουν ακίνητοι. Φυσικά, η εικόνα του Παρισιού που δίνω, δεν είναι το Παρίσι όπως πραγματικά είναι, αλλά όπως θα μου άρεσε να είναι. Κατά κάποιον τρόπο έχω μια νοσταλγία για τα παιδικά μου χρόνια. Την εποχή του νεανικού έρωτα σε μια παράλογη και απειλητική ευπρέπεια.» 
Όχι. Δε φωτογράφιζε αυτό που έβλεπαν τα μάτια του. «Ο κόσμος που προσπαθούσα να παρουσιάσω ήταν αυτός στον οποίο θα αισθανόμουν καλά, όπου οι άνθρωποι θα ήταν φιλικοί, που θα μπορούσα να βρω την τρυφερότητα που λαχταρούσα. Οι φωτογραφίες μου ήταν μία απόδειξη ότι ένας τέτοιος κόσμος θα μπορούσε να υπάρχει.»
Ξεγλιστρά στις αρέσκειες, στις αναμνήσεις του και ξαφνικά γίνεται ένας καλοσυνάτος δάσκαλος που μας διδάσκει με τον αφηγηματικό τόνο του παραμυθιού. «Το να γίνεσαι αποδεκτός όταν πλησιάζεις έναν τόπο είναι το πιο σημαντικό και καμιά φορά αυτό παίρνει μέρες. Δεν πρέπει ποτέ κανείς να συμπεριφέρεται σαν τουρίστας. Είμαι χαζός και βραδύνους. Χρειάζεσαι πολύ χρόνο μέχρι να κατανοήσεις. Προσπαθώ να έχω μια αισθησιακή και οσφρητική προσέγγιση.»
Κάπως έτσι, σε μια παμπ, στην  προσπάθεια αποδοχής γνώρισε έναν άνθρωπο που έγινε φίλος μιας ζωής. Στην πρώτη τους συνάντηση τον ξενάγησε στα στενά της πόλης, ένα βράδυ με μόνη προστασία την κάμερα, όπως έλεγε. «Η νύχτα είναι φανταστική. Βλέπεις τους απατεώνες, τα τέρατα, τις πόρνες, εκείνους με τα τατουάζ, όλοι άνθρωποι φανταστικοί. Η νύχτα είναι ευκολότερη για εμπιστευτικές συνομιλίες. Υπάρχει ένα είδος μυστικής κατανόησης ανάμεσα στους ανθρώπους ακόμη κι όταν δεν μιλούν. Έτσι κανείς εργάζεται πιο αργά, όπως ένας δύτης στα βαθιά νερά.»
 Picasso
Άρχισε τότε να ζει πράγματα πρωτόγνωρα και οι φωτογραφίες απέκτησαν χαρακτήρα πιο προσωπικό, μια αξία διαφορετική. «Δείχνουν πως έχω ζήσει αυτές τις εμπειρίες. Είναι σαν ορόσημα που μου λένε τι έγινε. Κάποιες φορές λέω στον εαυτό μου: τις έζησα αυτές τις εμπειρίες ή τις ονειρεύτηκα; Είμαι ειλικρινά χαρούμενος που πήρα αυτές τις φωτογραφίες. Χρειάζεται να διεισδύεις βαθιά στο μυαλό και τη μνήμη. Αρχικά πίστευα πως οι εικόνες έπρεπε να λένε μια ιστορία. Τώρα νομίζω πως χρειάζεται να την προκαλούν. Προσπάθησα να δημιουργήσω ένα  κλίμα, όχι βάζοντας περίεργα φαινόμενα στην εικόνα. Κατά κάποιον τρόπο η φωτογραφία είναι μια δικαιολογία, ένα πρόσχημα για να ικανοποιήσεις την περιέργειά σου  και να γνωρίσεις τους ανθρώπους καλύτερα. Σε κάποιον πολύ ντροπαλό δίνει το θάρρος να είναι εκεί με μια κάμερα. Είναι σα να βγαίνεις σε αποστολή: να φέρεις πίσω φωτογραφίες. Είναι σαν ένα παιχνίδι και είναι απίστευτα διασκεδαστικό. Πολλοί φωτογράφοι βιάζονται. Χρειάζεσαι πολύ υπομονή! Μου πήρε 50 χρόνια για δευτερόλεπτα επιτυχίας. Αν σκεφτείς ότι μία φωτογραφία παίρνει 1/250 χιλ. του δευτερολέπτου, 250 φωτογραφίες θα δείξουν μονάχα ένα δευτερόλεπτο! Ναι. Όταν περιμένεις, κάτι συμβαίνει πάντα.»
 Όταν τα πρόσωπα κυριαρχούν στις εικόνες και το μάτι έχει συνηθίσει στου φακού τη μεγέθυνση, διακρίνεις εκείνο που οι άλλοι δε μπορούν. «Οι άνθρωποι συχνά δε γνωρίζουν τον θησαυρό που κουβαλούν. Όταν παίρνεις το πορτραίτο κάποιου, μεταφέρεις τον μισό του θησαυρό. Έχεις πάρει κάτι από την αξία αυτού του ανθρώπου.  Με αυτή την έννοια ο φωτογράφος εφευρίσκει ή ανακαλύπτει αυτόν τον θησαυρό. Είναι κάτι μαγικό. Μ’ αρέσει να φωτογραφίζω όλους αυτούς τους ανθρώπους στη δουλειά τους, όταν κάνουν διάλειμμα για φαγητό. Όταν πίνουν από ένα ποτήρι. Αλλά όλα χρειάζονται χρόνο. Η ιδέα του ¨χαμένου χρόνου¨ είναι συνώνυμη της ενοχής που μας φορτώθηκε πίσω, στα χρόνια του σχολείου. Υπάρχει και μία ακόμη θαυμαστή συνάντηση, η απρόσμενη ανάμειξη διαφορετικών στοιχείων που ξαφνικά βρέθηκαν μαζί. Τότε η θαυματουργή φωτογραφία μπορεί να συμβεί. Τότε κάποιος είναι χαρούμενος, κάποιος σφυρίζει. Στέλνω πάντα πολλές εικόνες από αυτούς που φωτογραφίζω. Λαμβάνω τόσα γράμματα και πάντα απαντάω. Μ’ αρέσουν οι απλοί άνθρωποι. Με αυτούς τίποτα δεν είναι μεταμφιεσμένο. Είναι όλα ανοιχτά. Τρώνε, αγαπούν και το βλέπεις αμέσως. Δε φοβούνται να δείξουν τους εαυτούς τους ανοιχτά στους άλλους. Βλέπει κανείς το χρώμα του χρόνου που δραπετεύει στα δάχτυλά τους
Κι όταν το εξαίσιο τελικά συνέβαινε, όταν το δευτερόλεπτο έφτανε και μία φωτογραφία άστραφτε ανάμεσα στις άλλες, πάντα το γνώριζε. «Αισθάνεσαι το ανατρίχιασμα στην πλάτη σου. Τότε συνήθως τρέχω, σαν τον ψαρά που μόλις έπιασε το ψάρι.»
Μία από τις πιο φημισμένες φωτογραφίες, ¨Kiss by the Town Hall¨- ¨Le baiser de l'hôtel de ville¨, με το φιλί ενός νεαρού ζευγαριού κρύβει μια ιστορία. Έγινε ευρέως γνωστή μερικά χρόνια μετά την πρώτη της δημοσίευση. Οι πρωταγωνιστές ήταν για χρόνια άγνωστοι, μέχρι που ένα άλλο ζευγάρι αναγνώρισε δήθεν τον εαυτό του στα δύο αυτά πρόσωπα και του άσκησε μήνυση. Τότε ο Doisneau, προκειμένου να αθωωθεί, αποκάλυψε την αλήθεια, πως η σκηνή ήταν σκηνοθετημένη- αλλά το φιλί αληθινό, όπως δήλωσαν τα πραγματικά πρόσωπα. Οι εικονιζόμενοι ήταν ένα ζευγάρι ηθοποιών, 20 και 23 ετών, των οποίων το αρχικά αυθόρμητο φιλί του έδωσε την ιδέα και τους ζήτησε να το επαναλάβουν. Φωτογραφήθηκαν σε τρεις διαφορετικές τοποθεσίες, μία εκ των οποίων ήταν στο  Hôtel de Ville. Η σχέση τους κράτησε εννέα μήνες.
Στους επίδοξους φωτογράφους φροντίζει να μιλήσει για την πραγματικότητα και τον δείκτη που τρέχει λαχανιασμένος να ξεφύγει. «Πολλοί νέοι άνθρωποι έρχονται να με δουν, γεμάτοι με μεγάλες ιδέες. Οι ελπίδες τους; Αστραπιαία φήμη, στο χιλιοστό του δευτερολέπτου και άμεση επιτυχία. Ο κόσμος του τύπου -και από εκεί θέλουν να ξεκινήσουν όλοι- είναι σκληρός. Χρειάζεται να μάθουν την υπομονή, να περιμένουν κάτι να τσιμπήσουν. Είναι λάθος να τους δίνεις τόσο υψηλές ελπίδες. Πάνε από τον  Mickey Mouse και τον Tarzan σε αυτό. Κατευθείαν στην πελώρια απογοήτευση. Καταστρέφουν τις οικογένειές τους αγοράζοντας εξοπλισμό, σπαταλούν λεφτά σε εργαστηριακά έξοδα, αλλά καταλήγουν να μην έχουν καμία τεχνική κατάρτιση. Έχουν κάμερες με φωτόμετρα και εξαιρετικό εξοπλισμό σκοτεινού θαλάμου. Όλα είναι εύκολα στις μέρες μας. Αλλά κανείς δεν τους λέει πόσο σκληρή είναι η δουλειά. Πρέπει να είσαι έτοιμος να φύγεις με μια ειδοποίηση της τελευταίας στιγμής και να έχεις τις δικές σου πεποιθήσεις. Επιπλέον, αν η φωτογράφιση πάει στραβά, δεν είναι τραγωδία.  Χρειάζεται να μπορείς να γελάς με τον εαυτό σου, να είσαι ειρωνικός με την ίδια σου την καριέρα, να είσαι προσεκτικός και να εξαλείφεις τα περιττά. Τέλος, μη βιάζεσαι. Να είσαι με τον χρόνο σου γενναιόδωρος 
Για τον ίδιο που απόλαυσε τις στιγμές με την αρετή της υπομονής, πάλι η ζωή δεν ήταν αρκετή και έγιναν οι φωτογραφίες τα χνάρια του στη γη. «Η ιδέα του θανάτου με τη σκληρή έννοια είναι κάτι που δέχομαι με δυσκολία. Γνωρίζω πως οι φωτογραφίες μου θα συνεχίσουν να ζουν για μένα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Δέχεται κανείς να χαθεί , αν αυτό συμβεί όπως στο σινεμά, όταν η μία εικόνα μπλέκεται με την άλλη ξεθωριάζοντας... Όχι σκληρά, όπως όταν ένα τρένο φτάνει στον προορισμό του στον σταθμό. Οι εικόνες είναι ένας τρόπος να επιβιώσω. Έχω δώσει το έργο μου στη Βιβλιοθήκη Ιστορίας του Παρισιού. Θα είναι χρήσιμο για αργότερα. Να δουν οι άνθρωποι πως ήταν το Παρίσι κάποτε. Είναι σα να φυτεύεις ένα δέντρο.»
Η προφητεία βγήκε αληθινή. Εκείνος έφυγε, αλλά οι φωτογραφίες του τον κράτησαν ζωντανό. Όσοι ζουν συναντούν εκεί το Παρίσι του κάποτε ή ένα Παρίσι όπως το είδε και το ονειρεύτηκε κάποιος κάποτε με μάτια ανοιχτά. Αν δεν είσαι φωτογράφος να τον ακολουθήσεις, πλάσε μια ζωή γεμάτη εικόνες, ικανή για να σταθεί μέσα στους αιώνες ακόμη κι όταν θα ‘χεις φύγει. Πιο πολύ μια ζωή με εικόνες που θα σου γεμίζουν την καρδιά για όσο ζεις.



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου