Τίτος Πατρίκιος

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη


Ο Τίτος Πατρίκιος, σε περίπτωση που δεν τον γνωρίζετε, είναι Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος το 1994 τιμήθηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Eργάστηκε επίσης ως δικηγόρος και κοινωνιολόγος. Το βιογραφικό του περιλαμβάνει σπουδές σε Ελλάδα και Γαλλία, μερικά χρόνια εργασίας στην Unesco και στη Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO)  στο Παρίσι και στη Ρώμη αντίστοιχα, ακόμη και συμμετοχή στη Γερμανική αντίσταση, γλυτώνοντας τελευταία στιγμή την εκτέλεση κερδίζοντας όμως στη θέση της, την εξορία. Το 2000 ήταν ένας από τους δώδεκα Έλληνες ποιητές που έλαβαν μέρος στον ¨Κύκλο Ελληνικής Ποίησης¨ που διοργάνωσε το Theatre Moliere, Maison de la Poesie στο Παρίσι. Ένα χρόνο μετά ήταν ένας από τους επιλεγμένους συγγραφείς, που θα  εκπροσωπούσαν τη σύγχρονή ελληνική λογοτεχνία στην «53η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης», όπου η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα. Το 2008 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του, ενώ μόλις τη χρονιά που πέρασε τιμήθηκε με το Διεθνές βραβείο Ποίησης στην Ιταλία (LericiPea), το οποίο μάλιστα είναι από τα παλαιότερα και σημαντικότερα βραβεία στην Ιταλία. Πάνω απ’ όλα είναι ένας προσηνής και ξεχωριστός άνθρωπος.
Πρώτα και κύρια είναι ένας ποιητής... «Εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι και γραφή είναι μια δουλειά. Βέβαια, χρειάζεται να έχουμε μια στιγμή διαύγεια, αυτό που λέμε έμπνευση, αλλά κυρίως αυτό που χρειάζεται είναι η δουλειά. Και είναι αντίστοιχη δουλειά μ’ αυτή που κάνει ένας τεχνίτης, ο χτίστης, ο μαραγκός, ο τσαγκάρης. Και όπως ένας μαραγκός καμιά φορά, κόβει το χέρι του με το κοπίδι, έτσι κι αυτός που γράφει, κόβει το χέρι του γράφοντας άσχημα, και όπως ο τεχνίτης βλέπει τι λάθος έκανε και το διορθώνει έτσι κι αυτός που γράφει κάποια στιγμή πρέπει να δει, αν αυτό που έγραψε είναι καλό.»
Και όπως κάθε εργασία, έτσι και η γραφή, συνοδεύεται από ευθύνες «Ευθύνη του ποιητή, πρώτη και βασική, είναι να γράφει καλά. Και για να γράφει καλά θα πρέπει να γράφει με συνείδηση. Θα έλεγα με εργασιακή συνείδηση. Όπως απαιτούμε από τους άλλους με την οικονομική κρίση που έχουμε να δουλεύουν παραγωγικά, έτσι πρέπει και οι ποιητές να δουλεύουν. Αυτή είναι η πρώτη ευθύνη. Η δεύτερη είναι να απαλλαγούμε από αυτό που νομίζουμε ότι χρωστάμε στην κοινωνία, ότι είμαστε οφειλέτες, ότι έχουμε να εκπληρώσουμε ένα χρέος. Το μόνο που χρωστάμε στη κοινωνία είναι να γράφουμε καλά και να προσπαθούμε να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους.»
Αυτή, η τελευταία υποχρέωση, τον απασχολεί αρκετά. «Αισθάνομαι, ότι πρέπει οι ποιητές να κάνουμε μια προσπάθεια να φέρουμε την ποίηση σε επαφή με τον κόσμο. Όχι να χαμηλώσουμε την ποιότητα, να την κάνουμε πιο κατανοητή, όπως συνήθως λέγεται. Αλλά να μιλάμε με τον κόσμο, να διαβάζουμε τα ποιήματα μας δημόσια.»
Η επικοινωνία αυτή μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς και δημιουργικούς τρόπους.«Είχα ,πριν λίγο καιρό ,μια πολύ ωραία εμπειρία στην Καλαμάτα. Ένας φίλος μου, φυσικός ,που αγαπάει πολύ την ποίηση μου, είχε την πρωτοβουλία και πρότεινε στον διευθυντή του ΙΚΑ, έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, να βάλει ποιήματα μου στους τοίχους των αιθουσών αναμονής, εκεί που ο κόσμος περιμένει τους γιατρούς. Ο διευθυντής βρήκε καταπληκτική την ιδέα και έτσι, γέμισαν τις αίθουσες του ΙΚΑ με τα ποιήματα και ομόρφυνε ο χώρος... Ήταν μεγάλη ηθική ικανοποίηση για μένα όταν πήγα στα εγκαίνια και   είδα τον κόσμο που περίμενε  τους γιατρούς για την καρδιά του, τα πνευμόνια του, τα νεφρά του, να διαβάζει τα ποιήματα μου και να ευχαριστιέται. Μακάρι τέτοιες πρωτοβουλίες να γίνονται σε όλους τους δημόσιους χώρους.»
Η ποίηση φαίνεται να βασανίζεται μέσα στα χρόνια τριγυρνώντας στους διαδρόμους των ίδιων ερωτημάτων. «Ο πόλεμος, η ειρήνη, ο έρωτας, ο θάνατος, η φιλία, η πείνα, η πλησμονή των αγαθών και η λιπαρή χλιδή... Κάθε εποχή δίνει τη δική της απάντηση στα μόνιμα αυτά προβλήματα και τελικά αυτό δίνει η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη. Όλες οι τέχνες κάνουν την ίδια δουλειά με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία.. Επειδή είναι ένα μόνιμο ερώτημα, κάθε τόσο δίνω μια απάντηση. Η τελευταία απάντηση που έχω δώσει είναι, ότι η ποίηση δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν έχουν ακόμα τεθεί.»
Ένας συγγραφέας με τόσο έντονη κοινωνική δράση, δε θα μπορούσε να μη σχολιάσει τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής και του τόπου του, όπως για παράδειγμα την δυστυχώς τόσο επίκαιρη Πολιτική Βία, με την οποία ασχοληθήκαμε και εμείς εντατικά, ανταποκρινόμενοι στα αιτήματα των καιρών. «Πριν από μερικά χρόνια δημοσίευσα ένα ποίημα υπό τον τίτλο "H βία". Είναι στην σελίδα 66 της συλλογής μου "Η αντίσταση των γεγονότων" (2000). Να σας το διαβάσω κιόλας: Προσπαθώ να πω τα πράγματα / με τ' όνομά τους / και κάθε τόσο συναντώ / καινούργιες δυσκολίες. / Λόγου χάρη να πω τη βία, βία, / όχι ειρηνευτική επέμβαση / τη βία των πλούσιων και ισχυρών, / ούτε αναπόφευκτες ακρότητες / τη βία των φτωχών και καταπιεσμένων. / Με δυσκολεύουνε οι μεταλλάξεις / αυτού που λέμε αναγκαιότητα της ιστορίας / οι αντιστροφές στις κινήσεις των πολιτικών / οι αναρίθμητες αναλύσεις των δημοσιολόγων / όμως κυρίως με περιπλέκουν / οι δικές μου ερμηνείες κι ενοχές. / Θα 'θελα πλέον να πω ανοιχτά / ότι έφτασα να απεχθάνομαι / την κάθε, όποιου και να 'ναι βία. Αυτό το ποίημα, άρεσε, φαίνεται, πολύ σε μια καθηγήτρια, το φωτοτύπησε και το κόλλησε στις εισόδους των τάξεων του λυκείου όπου δίδασκε. Η διευθύντρια πήγε και τα έσκισε! Τη μάλωσε, την επέπληξε ότι τάχα κάνει αντιδημοκρατικές ενέργειες και ότι βάζει αντιδραστικές απόψεις στα κεφάλια των παιδιών! Όπως καταλαβαίνετε, η διευθύντρια ήταν υπέρ της πολιτικής βίας. Προσωπικώς έχω φθάσει στο εξής να πιστεύω, να νομίζω καλύτερα, ότι υπάρχει η βία σε επίπεδο ατομικό ή μικροκοινωνικό, στην καθημερινότητά μας. Υπάρχει και η πολιτική βία, που μπορεί να οδηγήσει σε εξοντώσεις τεράστιων πληθυσμών. Στην Καμπότζη, λ.χ., η βία των Ερυθρών Χμερ και του Πολ Ποτ μέσα σε τρία χρόνια εξόντωσε 2.700.000 ανθρώπους, δηλαδή το 1/3 του πληθυσμού της χώρας. Δεν έχει ξαναγίνει! Επίσης υπάρχει και αυτή η περίφημη φράση του Μαρξ, ότι "η βία είναι η μαμή της Ιστορίας". Και επειδή εγώ τον Μαρξ τον είχα μια ζωή ως Θεό περίπου, το λέω επειδή πάντοτε αυτό κάπου μου κόλλαγε. Δεν είναι μόνο διαπιστωτική η φράση αυτή, είναι τελικώς και μια δικαίωση της βίας. Κατέληξα, λοιπόν, να νομίζω το εξής: ότι η πολιτική βία θεμέλιο έχει και πηγή την απόλυτη πίστη στην απόλυτη αλήθεια που έχεις εσύ και πρέπει να επιβληθεί σε όλους γιατί είναι Η Αλήθεια. Είναι αυτό, είναι η θρησκευτική πίστη σε μια αλήθεια και όποιος δεν την αποδέχεται πρέπει να εξαφανιστεί.»
Στη συνέχεια ο προβληματισμός του προχωρά... «Μετά τον πόλεμο πιστεύαμε ότι η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός θα είχαν σβήσει για πάντα. Σήμερα ξαναγεννιούνται. Λένε ότι η Χρυσή Αυγή είναι  γέννημα της κρίσης. Αλλά τότε πώς εξηγείται η άνοδος των ακροδεξιών στη Νορβηγία, τη χώρα του δολοφόνου Μπρέιβικ, ένα κόμμα, στο οποίο ο δολοφόνος ήταν μέλος, και  που μπορεί να μπει στην κυβέρνηση; Είναι αυτή η δίψα κυριαρχίας πάνω στους άλλους που με ανησυχεί. Η δημοκρατία φαίνεται να είναι σήμερα μια πολυτελής επιλογή και θέλω να δηλώσω ότι αυτή η πολυτέλεια μ΄ αρέσει.»
 Αρνείται να απαντήσει σε όσους πιστεύουν στην σημερινή ύπαρξη μιας χούντας στο όνομα της δημοκρατίας. «Δεν συζητώ με ανθρώπους που έχουν προκατειλημμένες και παγιωμένες ιδέες, οι οποίες μάλιστα δεν είναι ιδέες που αναλύουν την πραγματικότητα αλλά ιδέες που θέλουν να επιβληθούν στην πραγματικότητα. Μιλάμε για ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει τέτοια πράγματα, που δεν έχουν υποστεί τίποτα, που η δημοκρατία τους ήλθε σαν θείο δώρο, για την οποία ουδέποτε αγωνίστηκαν και στην οποία κακόμαθαν με τις ανέσεις που τους προσφέρει. Μεγάλωσαν σε συνθήκες που ήταν μόνο διεκδίκηση δικαιωμάτων και καμία τήρηση και ανάληψη υποχρεώσεων. Οι υποχρεώσεις στον δημόσιο διάλογο δεν αναφέρονται ποτέ ή παρουσιάζονται σαν καταναγκασμοί. Έφθασα να πιστεύω αυτό που θεωρείται αυτονόητο - αλλά είναι δύσκολο να φθάσεις στα αυτονόητα - ότι εκεί που τελειώνει η ελευθερία η δική μου είναι ακριβώς εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Όπως, μαζί με τα όσα διεκδικώ από την Πολιτεία να μου παράσχει, έχω και την υποχρέωση να ανταποδώσω, διότι η Πολιτεία δεν είναι κάποιο απρόσωπο κράτος, είναι το σύνολό μας, το σύνολο των πολιτών. Και το μόνο που προσπαθώ να κάνω ως πολίτης είναι να ελέγξω τη διαχείριση αυτού του κοινού πλούτου, ούτε να τον απαρνηθώ ούτε να τον κατασπαταλήσω. Όταν δυστυχώς ανέλαβα κάποιες θέσεις από τις οποίες προσπάθησα όσο το δυνατόν ταχύτερα να απαλλαγώ, μου έλεγαν: "Μα οικονομία στο κράτος θέλεις να κάνεις;", ενώ εγώ προσπαθούσα να περιορίσω την αχαλίνωτη σπατάλη.»
Πιστεύει σε μια αριστερά διαφορετική από την υπάρχουσα. Θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξή των κομμάτων, ώστε να βρίσκεται σε ισχύ το δημοκρατικό πολίτευμα, ωστόσο δεν υπάρχει κάποιο από τα σημερινά που να υποστηρίζει. «Έχετε δει εσείς κανένα κόμμα να έχει προτάσεις παραγωγικές για τη χώρα; Να μας λέει προς ποια οικονομική παραγωγή πάμε; Λοιπόν σε αυτό το παρελθόν που πολλοί νοσταλγούν σήμερα είχε επικρατήσει ένα μοντέλο υπέρμετρης κατανάλωσης και ει δυνατόν ατομικής, όχι συλλογικής, ει δυνατόν σε βάρος του άλλου και μάλιστα επιθετικά απέναντι στον άλλον. Σήμερα ανακαλύψαμε την έννοια της αλληλεγγύης! Μα αλληλεγγύη τώρα, στην ανάγκη; Όταν δεν είχες ανάγκη τι έκανες, μήπως έφτυνες τον διπλανό σου...;»
 Μέσα στο κλίμα της μάχης, της επίκρισης και του γενικού πεσιμισμού δίνει μέσα από τα βιώματά του μια αχτίδα ελπίδας. «Νομίζω ότι οι ξένοι το έχουν παραξηλώσει. Μας έχουν βρει το σάκο του μποξ. Προσπαθούν να λύσουν τα δικά τους προβλήματα, χτυπώντας την Ελλάδα. Αλλά από την άλλη, προσφερθήκαμε σε αυτό με τα διάφορα που έγιναν. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν είναι χειρότερα από άλλες εποχές. Μεγάλωσα στον πόλεμο, σε μια εποχή που παθαίναμε φυματίωση από αδυναμία γιατί δεν είχαμε να φάμε και το φάρμακο ήταν η υπερτροφία. Τώρα πηγαίνουμε σε ινστιτούτα αδυνατίσματος για να χάσουμε βάρος, να μη πάθει η καρδιά μας,… ε, δεν είναι ίδια εποχή. Δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν είμαστε στην κατοχή, στην καταστροφή. Θα τα βγάλουμε πέρα υπό ένα όρο: ότι θα προσπαθήσουμε όλοι μαζί. Να είμαστε όλοι μέσα. Και αυτό είναι δύσκολο, γιατί το πιο σοβαρό σήμερα είναι ότι έχει χαλαρώσει η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Και εκεί η τέχνη μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο: φέρνοντας τους ανθρώπους κοντά και τον καθένα με τον εαυτό του.»
Πιστεύει στον λαό αυτό; «Θα σας έλεγα και ναι και όχι. Στον Έλληνα που δουλεύει πιστεύω. Στον Έλληνα της καφετέριας, δεν πιστεύω.»
Εν κατακλείδι, ας ελπίσουμε πως η τέχνη θα απλώσει το χέρι της. Πως κάποιοι θα το δουν και θα το πιάσουν. Θα δράσουν. Μια αλυσίδα είμαστε. Στο τέλος, κάτι θα αλλάξει...


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου