Νίκος Καζαντζάκης

Πέφτει σιγά σιγά και η αυλαία της άνοιξης με τον Μάη τον τρελό... Τη μια μυρίζει μουσκεμένο χώμα και την άλλη λαχταράς τη δροσερή ακόμη θάλασσα που απλώνεται μπροστά σου...Το μάτι στέκεται στις 22... Έτσι ανακοίνωνε γεμάτο αυτοπεποίθηση το φτωχό ημερολόγιο. Κάτι είχε γίνει τότε... Δε θα το ‘ξερα αν δεν είχε τύχει να το διαβάσω κάπου. Μα είναι και μια προσωπική αδυναμία: Νίκος Καζαντζάκης! Όταν το χαρτί δήλωνε, και τότε με την ίδια ρουτίνα, 22 Μαΐου του 1957, έδινε την τελευταία του τηλεοπτική συνέντευξη, λίγο πριν η πένα του πλαγιάσει μια για πάντα... Αυτή  τη στερνή κουβέντα τη μοιράστηκε με τους  Pierre Dumayet και τον Max-Pol Fouchet στη Γαλλική τηλεόραση.
Ρωτήθηκε για «Τον φτωχούλη του Θεού». Είχε εκδοθεί σχετικά πρόσφατα και ήταν ένα δείγμα ευγνωμοσύνης στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης. «Την πρώτη φορά που μου έσωσε τη ζωή ήταν στη γερμανική κατοχή...» θυμάται. Βρισκόταν σε ένα νησί λίγο πιο έξω απ’ την Αθήνα. «Δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Ήμουν έτοιμος να πεθάνω από την πείνα. Και όλοι πέθαιναν γύρω μου.» Ένας Φραγκισκανός μοναχός, που ζούσε στην Αθήνα του ζήτησε να μεταφράσει τη βιογραφία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης με αντάλλαγμα ένα κιβώτιο με προμήθειες. «Αμέσως, λοιπόν, έλαβα ένα κιβώτιο που είχε εκπληκτικά πράγματα, σχεδόν άγνωστα, που τα είχα ξεχάσει.» Μιλούσε για ζάχαρη, καφέ, ζυμαρικά και ρύζι... «Και έγραψα αυτό το βιβλίο, με έναν μεγάλο πρόλογο
Τη δεύτερη φορά ήταν πολύ άρρωστος και απλώς τον σκέφτηκε. «Εννοώ ήθελα να σκεφτώ έναν άνθρωπο που ήταν ικανός να νικήσει τον θάνατο.» και στο μυαλό του ήρθε αμέσως ο Άγιος που τον είχε σώσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Μέσα στον υψηλό πυρετό του, απευθύνθηκε στη σύζυγό του: «Πάρε την πένα κι εγώ θα υπαγορεύω.» Τότε της υπαγόρευσε τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης. «Και κυρίως τα ποιητικά μέρη του βιβλίου. Μια μέρα θυμάμαι της είπα... Επειδή ξέρετε, αυτό το βιβλίο δεν είναι μια βιογραφία, είναι μια περίληψη βιογραφικών στοιχείων, ποίησης και πραγμάτων που ο Άγιος Φραγκίσκος δεν είπε, αλλά θα μπορούσε να έχει πει, επειδή άρμοζαν στην πειθαρχία του.» και με αυτή τη λογική συνέχισε: «Μια μέρα, ο Άγιος Φραγκίσκος, είδε μια αμυγδαλιά μέσα στον χειμώνα. Λοιπόν, ο Άγιος Φραγκίσκος της είπε: ¨Αδελφή αμυγδαλιά, μίλησέ μου για τον Θεό¨. Και ξαφνικά τότε η αμυγδαλιά άνθισε... Αυτό είναι πολύ φραγκισκανό, δεν είναι;» Μόνο αυτό το μικρό απόσπασμα βρίσκει κανείς. Μια τελευταία πολυπόθητη γεύση. Ένα ίχνος μονάχα.
Ωστόσο, το ίδιο έτος, έδωσε και ακόμη μία συνέντευξη, λίγο νωρίτερα, αυτή τη φορά στη Γιολάντα Τερέντσιο. «Είμαι ευτυχισμένος – αν κι είναι ντροπή να αισθάνεται κανείς ευτυχισμένος μια ώρα τέτοια. Αν δεν ήταν μπροστά η Ελένη, θα σας έλεγα πως αυτή η γυναίκα είναι η αιτία της ευτυχίας μου… πραγματικά, δεν είχα ποτέ μου τολμήσει να φαντασθώ τέτοια κατανόηση από άνθρωπο. Αλλ’ αν εξακολουθήσω, θα θυμώσει… Είμαι ευτυχισμένος γιατί μπορώ να δουλεύω, γιατί δεν έχω καμία φιλοδοξία, κανένα μίσος, γιατί έχω την καρδιά μου καθαρή. Όταν δουλεύει κανείς πνευματικά δεν αρρωσταίνει, δεν γερνάει – αυτό είναι το μυστικό: να μην παρατήσει κανείς τη δουλειά του, γιατί τότε αλίμονο. Πέντε λεπτά μετά τον θάνατό σου, το μυαλό σου να δουλεύει ακόμα. Του Γκαίτε, είμαι σίγουρος, ότι δούλευε και μετά τον θάνατό του, γι’ αυτό όταν ο Έκερμαν ξεσκέπασε το σώμα του, ήταν σαν του εφήβου, είχε πειθαρχήσει στα βάσανά του.» ήταν από τα πρώτα του λόγια.
Θα ήθελε άραγε να ξαναγεννηθεί; Απαντά με τη γνωστή αγάπη του για τη ζωή,  «Δεν θα ήθελα να πεθάνω ποτέ· μ’ ενδιαφέρει η ζωή, ο άνθρωπος -όχι οι άνθρωποι όλοι μαζί.» Στο νου μας ζωγραφίζεται το ίδιο του το έργο, η φράση της Ελένης από την εισαγωγή στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Δέκα χρόνια ζητούσε ο Καζαντζάκης από το Θεό του διορία, δέκα ακόμα χρόνια να τελέψει το Έργο του, να πει ό,τι είχε να πει, ν’ αδειάσει.» Λίγο χρόνο ζωής για να ξεβράσει τη λαλιά που κρατούσε ολοζώντανη μέχρι το τέλος μέσα του. Ζητιάνος σ’ ένα σταυροδρόμι για το «ένα τέταρτο της ώρας» από τους διαβάτες, όπως της έλεγε και ο ίδιος συμφωνώντας με τον Μπέρενσον.
Είναι αφοπλιστικός όμως όταν αναφέρεται στην εξέλιξη της ανθρωπότητας ως προς την ποιότητά της. «Ένας Αρμένης ποιητής είπε κάποτε: ¨Ο πιθηκάνθρωπος ξεκίνησε να γίνει άνθρωπος, αλλά δεν έφτασε ακόμα…¨» Της δίνει χίλια χρόνια το λιγότερο για να βρει την ευτυχία. «Ένας χωρικός πήρε έναν κόρακα, για να εξακριβώσει αν αλήθεια ζει εκατό χρόνια, μα ο χωρικός πέθανε πρώτος! Έτσι κι εγώ, και χίλια χρόνια αν ζήσω, δεν θα προφτάσω να δω τους ανθρώπους ευτυχισμένους.» Ο λόγος; Ένα ερώτημα ζωής... «Αυτό είναι πολύ δύσκολο ν’ απαντήσει κανείς, αυτό είναι η μεγάλη μου αγωνία… Το μεγαλύτερο εμπόδιο στον άνθρωπο είναι, φαντάζομαι, η έλλειψη πίστης σ’ ένα ιδανικό ανώτερο από το εγώ του. Αν δεν πιστεύει κανείς σ’ ένα πράγμα ανώτερο από τον εαυτό του, δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος.»
Όσο για την πιθανότητα Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, μια ερώτηση που βασανίζει από τότε σχεδόν που έσβησε ο Δεύτερος... «Ο πόλεμος θα σταματήσει όταν ο πιθηκάνθρωπος γίνει άνθρωπος! Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα είναι η διάσταση που υπάρχει ανάμεσα διανοητικού και ηθικού ανθρώπου. Ο διανοητικός άνθρωπος έχει φθάσει στο μαγικό, στο υπεράνθρωπο, ενώ ηθικά είναι ανάπηρος. Όταν αρμονισθούν αυτά τα δύο, τότε θ’ αποκτήσει κι η ανθρωπότητα το ισοζύγιο και θα γίνει ευτυχισμένη. Ο σημερινός άνθρωπος μου θυμίζει τον θηριοδαμαστή που μπήκε στο κλουβί των θηρίων νομίζοντας πως η τίγρη ήταν γυμνασμένη…»
Δίνει κι αυτός με τη σειρά του, στη συνέχεια, τη γνώμη του σε ένα άλλο αιώνιο ερώτημα: Τελικά ο άνθρωπος του πνεύματος μπορεί να κομματικοποιείται ή μήπως αυτό του αφαιρεί το προνόμιο της ελεύθερης κρίσης; «Είναι δύσκολο για τον πνευματικό άνθρωπο να μείνει μόνος του. Μόνος του είναι αδύνατος, αν ενωθεί όμως με τους άλλους χαλάει. Το πρόβλημα είναι: πώς είναι δυνατόν να ενωθούν οι τίμιοι άνθρωποι; Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να καταδικάζει την αδικία όπου την βρίσκει και κάνοντας αυτό που κάνω απαντώ στο ερώτημά σας: γράφω για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που ποδοπατιέται παντού τόσο εύκολα. Αν ενωθώ με τους άλλους θα χάσω την ελευθερία μου. Η ψυχολογία της μάζας είναι αλλιώτικη, μιλάω για τους διανοούμενους σαν μάζα, όχι για τις λαϊκές μάζες, που τις σέβομαι και που έχουν την δική τους δουλειά. Ένας πνευματικός άνθρωπος μόνος του μπορεί να δουλέψει καλύτερα: ελεύθερος άνθρωπος παλεύει για την ελευθερία. Δέκα ελεύθεροι άνθρωποι, ενωμένοι, χάνουν την ελευθερία τους. Εκείνο που χρειάζεται είναι ν’ ακολουθήσεις τον δρόμο σου ως την άκρη. Η αξία του δρόμου είναι να μη σταματήσεις ποτέ!»
Επιστρέφει στην αγαπημένη του φράση και επιλέγει τον χρόνο ως το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. «Όπως είπε ο αισθητικός Μπέρναρντ Μπέρενσον, που αποτραβήχτηκε στη Φλωρεντία κι είναι ενενήντα χρονώ, μου έρχεται να κατέβω στο δρόμο και ν’ απλώσω το χέρι μου στους διαβάτες και να τους πω: «Δώστε μου λίγο από το χρόνο που χάνετε…».
Αυθόρμητα η δημοσιογράφος μετανιώνει για τον χρόνο που του έφαγε.
«Ε, δεν πειράζει, άπλωσα κι εγώ το χέρι μου και κάτι μάζεψα…»
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου