Στάθης Λιβαθινός

Ο Λιβαθινός είναι από εκείνους τους ανθρώπους, που μέσα σε μια εποχή κρίσης, προσφέρει θέατρο. Αποτελεί έναν άνθρωπο στον χώρο των τεχνών με τη δική του ιστορία και αναμφισβήτητη πλέον αξία.
Πέρυσι, όπως είναι γνωστό, δέχθηκε επίθεση από δύο νεαρούς, επειδή τον πέρασαν για κάποιον γνωστό δημοσιογράφο. Ήταν τότε που ανέβαζε τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. «Ο ένας μου είπε με ύφος Σταυρόγκιν: συγγνώμη, ρε φίλε, έχεις δίκιο, σε βαρέσαμε κατά λάθος. Τότε πείστηκα ότι δεν είναι λάθος εποχή να ξανανεβάσω τον Ηλίθιο. Έναν Ηλίθιο, όμως, στην εποχή των Δαιμόνων»
Μα η θέση του απέναντι στα παιδιά αυτά εμπεριείχε μία ενδότερη ματιά. Δεν κατηγόρησε τα συγκεκριμένα πρόσωπα, μα τους γονείς και τους δασκάλους. «Το είδα στο βλέμμα τους. Παιδιά που τα έστειλαν να δουν τηλεόραση, που δεν τους είπαν παραμύθια, για τον Παπαδιαμάντη και τον Σαίξπηρ και πού είναι το Εθνικό Θέατρο. Παιδιά που τα άφησαν έρμαια. Τώρα θερίζουμε ό,τι σπείραμε. Λέει κάπου ο Γκόγκολ: “Mην γκρινιάζεις στον καθρέφτη, αν η μούρη σου είναι στραβή.”»
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει χαρακτηριστεί από πολλούς «γκουρού». «Το να έχεις θεατρική οικογένεια δεν είναι απλή υπόθεση.» απαντά ο ίδιος. « Όλοι αλλάζουμε, και εγώ και οι ηθοποιοί μου. Πρέπει κάθε φορά να τους πείθω από την αρχή, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ούτε έχω κάποιο σκηνοθετικό πασπαρτού. Μόνο μάτια ανοιχτά στο καινούργιο.»
Και τα λόγια του αυτά μας οδηγούν στο σήμερα και στην παράσταση «Ιλιάδα» που ετοιμάζει για το Φεστιβάλ Αθηνών. «Για να γίνεις κάποιος, πρέπει να είσαι ο γιος κάποιου και η έννοια της πατρότητας στην τέχνη εμπεριέχει τη διάσταση της μαθητείας. Έτσι κατά κάποιον τρόπο δημιουργείται η συνέχεια. Όταν δεν υπάρχει πατρότητα, δεν υπάρχει συνέχεια και νομίζω ότι αυτό βιώνουμε στην Ελλάδα. Την έλλειψη οποιασδήποτε συνέχειας, διαδοχής, καταρχάς στην παιδεία και μετά σε όλα τα υπόλοιπα. Αυτή είναι και η εθνική μας τραγωδία. Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται ή τι φταίει. Το πιο εύκολο θα ήταν να πω ότι υπάρχει μια πατρογονική κατάρα. Βλέπεις τα όσα συμβαίνουν στην “Ιλιάδα” και σκέφτεσαι τη μοίρα της Ελλάδας» ήταν οι πρώτες του κουβέντες σε συνέντευξη που έδωσε.
Επέλεξε το συγκεκριμένο έργο, απλώς επειδή ήταν «μια προσωπική, αλλόκοτη, ανεξήγητη τρέλα, επιθυμία», η οποία γεννήθηκε πριν από μερικά χρόνια, το 2008.
«Στην «Ιλιάδα» είναι βασικό να καταλάβεις πόσα θα μπορούσες να είχες πει αλλά δεν κατάφερες. Η παράσταση εξερευνά κάποιες συγκεκριμένες πλευρές του κειμένου, πάντα σε σχέση με την εποχή.» Απολαμβάνει τη διαδικασία της ανακάλυψης και την επαφή με «τον ποιητή των ποιητών και τα μυστικά του» και προσθέτει «Αυτή η αίσθηση της πληρότητας πριν από μια παράσταση είναι σπάνια…»
Στο σχολείο δε την είχε διδαχτεί, κάτι που θεωρεί θετικό, καθώς πιστεύει πως θα λειτουργούσε μάλλον αποτρεπτικά για την επιστροφή του κοντά της. «Επανατοποθέτησα μέσα μου το θέμα του ποσό «καλό» μας κάνει η λάθος διδασκαλία αυτών των κειμένων. Φαντάζομαι πόσοι κρυμμένοι εχθροί της «Ιλιάδας» υπάρχουν εκεί έξω που δεν ξέρουν την ερωτική και τη βαθιά ποιητική του κειμένου καθώς τη διδάχτηκαν με υποκείμενα και ρήματα. Χρειαζόμαστε μια βαθιά εθνική μετεκπαίδευση για το πώς πρέπει να πλησιάζουμε αυτά τα κείμενα. Και για μένα, που καταπιάνομαι μαζί της στο θέατρο θα υπάρχει πάντοτε μια αμφιβολία αν μπορεί να γίνει στο θέατρο. Τόσο ο «Ερωτόκριτος» όσο και ο «Ηλίθιος» αλλά και άλλα λογοτεχνικά κείμενα με τα οποία καταπιάστηκα, ήξερα ότι μέσα τους ήταν βαθιά θεατρικά.»
Έχει επιλέξει τη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, την οποία θεωρεί «ό,τι πιο σύγχρονο υπάρχει για τον Όμηρο αυτή τη στιγμή.» Ωστόσο, την επέλεξε και για έναν ακόμη λόγο. «Ένιωσα ότι ποιητικά, ιδεολογικά και αισθητικά συμπίπτω πολύ περισσότερο με τη συγκεκριμένη. Ακολουθούμε απόλυτα τον εσωτερικό ρυθμό του κειμένου. Ο Όμηρος δημιουργεί ένα ολόκληρο ποιητικό συμβάν για να πει μια ιστορία και αυτή ιστορία είναι τόσο απλή όσο και μεγαλειώδης. Στην παράσταση παρόλο που υπάρχουν πάρα πολλά ερευνητικά στοιχεία δεν θα θυσίαζα ποτέ, όπως δεν έχω κάνει μέχρι τώρα, την ουσία. Δεν σκοπεύω να μην αφηγηθώ το μύθο για χάρη οποιασδήποτε άλλης παράπλευρης ερευνητικής κατάστασης. Το στοίχημα σήμερα είναι να πεις το μύθο, να αφηγηθείς αυτή την ιστορία με ένα τέτοιο τρόπο που να μπορούσε να αγγίξει να γίνει κατανοητή και να συγκινήσει. Είναι μεγάλο το στοίχημα.»
Ο ραψωδός αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του έργου. Στην πραγματικότητα του σήμερα σπανίζουν, μα υπάρχουν. «Νομίζω ότι έχει να κάνει με μια βαθύτερη ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι ιστορίες πρέπει να ταξιδέψουν.» Στην παράσταση είναι θέμα που τους απασχολεί. «Και οι 15 ηθοποιοί της ομάδας μου, η οποία κατά κάποιον τρόπο ενσωματώνει τρεις γενιές, δουλεύουν επί ίσοις όροις πάνω στο κείμενο. Δουλεύουμε από τον Σεπτέμβριο και αυτοί οι μήνες μέχρι την παρουσίαση στο Φεστιβάλ Αθηνών δεν ξέρω αν αρκούν γι’ αυτήν τη σύλληψη και τη γέννηση.»
Ένα έπος γράφεται σε μια εποχή ηρώων και τις πράξεις αυτών εξυμνούν. Αλλά ενδιαφέρει η έννοια του ηρωισμού τη σύγχρονη εκδοχή του έργου; «Ο ηρωισμός είναι βασικότατο ερώτημα μιας εποχής και για να απαντηθεί πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να πλησιάσουμε τους ήρωες. Ποιοι είμαστε εμείς σήμερα, ποιοι είναι αυτοί και πόσο τους χρειαζόμαστε; Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που μας άγγιξε, χωρίς να το μελετήσουμε ιδιαίτερα θεωρητικά. Νιώθω ότι υπάρχει μια τεράστια ανάγκη για παρηγοριά, να φανταστείς ότι κάπου υπάρχει κάτι πιο γενναίο, κάτι πιο υψηλό που μπορείς να του μοιάσεις. Αυτή η ανάγκη των ανθρώπων να δουν μεγάλα μεγέθη, να ταυτιστούν με αυτά και να κοιτάξουν λίγο υψηλότερα υπήρχε και τότε.»
Και τι συμβαίνει με τις εμβληματικές μορφές του συγκεκριμένου έπους; «Φαίνεται ότι ο Όμηρος έβλεπε από πολύ νωρίς ότι ένας εμφύλιος θα είναι η μοίρα μας. Αυτός είναι ένας απ' τους λόγους για τους οποίους είδα ότι αυτό το κείμενο πρέπει να γίνει τώρα. Μοιάζει να μοιραζόμαστε τις ίδιες κατάρες και τις ίδιες αγωνίες με την αρχαιότητα, εφόσον η ανάγκη του ανθρώπου για ευτυχία δεν άλλαξε. Ο Έκτορας όπως και ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνων είναι διαφορετικές πλευρές ενός λαού κι ενός ανθρώπου που επιμένει να μεταφέρει το βάρος του καθήκοντος μέχρι τέλους. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, γι’ αυτούς έγραψε ο Όμηρος, γι’ αυτούς έγραψε ο Τσέχοφ και τους κατάλαβε ο Καβάφης. Είναι αξιολύπητοι, τραγικοί και ταυτόχρονα μεγαλειώδεις.»
Ο σκηνοθέτης συνεχίζει αναγνωρίζοντας την προσφορά του Γιώργου Λούκου στον θεσμό του Φεστιβάλ και προσθέτει «Έχει προσφέρει στην αισθητική, στον προβληματισμό, στο θέαμα, σε πολλά επίπεδα. Στο φεστιβάλ βλέπουμε τι έχουν πετύχει οι εθνικές παραγωγές άλλων χωρών. Τι γίνεται όμως με την εγχώρια παραγωγή; Το θέατρο είναι εθνικό προϊόν. Μιλάει τη γλώσσα, μεταφέρει τους χυμούς, την ανάσα, το αίμα των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης χώρας, τις σκέψεις και τις ανάγκες τους.»
Και για τον ρόλο του Εθνικού θεάτρου σύμφωνα με τα δικά του μάτια απαντά «νομίζω ότι ένα θέατρο που έχει μεγάλες δυνατότητες συγκέντρωσης ανθρώπων πρέπει να κυριαρχεί και να δίνει τον τόνο. Αυτήν την εποχή δοκιμάζονται όλοι και όλα, αλλά ο ανθρώπινος παράγοντας είναι αυτός που θα κερδίσει το παιχνίδι, η έμπνευση, η πειθώ, τα όνειρα, τα ιδανικά... Όλα ξεκινούν πάλι από την αρχή. Πάντως όσα εκατομμύρια και να δώσεις σε ένα θέατρο, αν δεν υπάρχει περιεχόμενο δεν γίνεται τίποτα...»
Το Εθνικό θέατρο στη χώρα μας περνώντας από τον Νίκο Κούρκουλο στον Γιάννη Χουβαρδά βρίσκεται σε μεταβατική φάση. «Το θέατρο δεν ζει ερήμην της κοινωνίας, πρέπει να είναι βαθιά μέσα της, πρέπει να είναι και στον αφρό, και στον πάτο της. Το Εθνικό Θέατρο δεν μπορεί να έχει στεγανά.» Ο ίδιος πιστεύει πως η κατάσταση θα βελτιωθεί, κάτι που κρίνει αναγκαίο, καθώς ο κόσμος δείχνει να το αγαπά. «Η σχέση με το θέατρο πρέπει να είναι όπως η σχέση ενός άντρα και μιας γυναίκας, τίποτα δεν είναι δεδομένο, κάθε μέρα πρέπει να τον κατακτά ή να την κατακτά από την αρχή.»
Όσο για την προβολή του ελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό ή καλύτερα για την απουσία αυτής, τονίζει πως «το θέατρο είναι ό,τι έχουμε να εξάγουμε», αναγνωρίζοντας το ταλέντο των ηθοποιών της χώρας και την ποιότητα των παραστάσεων, πάντα με περιθώρια βελτίωσης. «Αυτό που μπορεί να βγει προς τα έξω πρέπει να είναι αυθεντικά ελληνικό, να μιλά για εμάς σήμερα, για τη ζωή της σύγχρονης Ελλάδας. Όσο πιο εξειδικευμένη είναι μια ιστορία τόσο πιο πανανθρώπινη είναι.»
Ωστόσο, δεν κρίνει απαραίτητο η εξαγωγή αυτή να γίνει με ελληνικά έργα. «Έχουμε μπει σε εποχή αυθεντικότητας υλικού, μπήκαμε στην εποχή των θεμάτων και όχι των έργων. Συγγραφείς διαφόρων εθνικοτήτων πραγματεύονται κοινά θέματα όμως αυτό που διαφέρει είναι η αντιμετώπιση τους.»
Κλείνει, αναφερόμενος στο Εθνικό Θέατρο. «Ναι, με αφορά. Είναι ένα θέατρο με το οποίο έχουμε πάρα πολύ στενή σχέση από τα χρόνια που ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής. Το αγαπώ και θέλω να διαφέρει. «Τhe rest is silence», όπως λέει και ο Άμλετ…»
Η πρεμιέρα της Ιλιάδας θα γίνει στο Φεστιβάλ Αθηνών, στον Χώρο Δ΄ της Πειραιώς 250, στις 4 Ιουνίου. Η μετάφραση είναι του Δημήτρη Μαρωνίτη, η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, η δραματουργικός σύμβουλος του Στρατή Πασχάλη και η δραματουργική επεξεργασία/διασκευή της Έλσας Ανδριανού. Τη μουσική έγραψε ο Λάμπρος Πηγούνης και τα σκηνικά-κοστούμια φιλοτέχνησε η Ελένη Μανωλοπούλου. Παίζουν οι Λευτέρης Αγγελάκης, Αργυρώ Ανανιάδου, Βασίλης Ανδρέου, Δημήτρης Ήμελλος, Νίκος Καρδώνης, Νεφέλη Κουρή, Γεράσιμος Μιχελής, Διονύσης Μπουλάς, Γιάννης Παναγόπουλος, Μαρία Σαββίδου, Χρήστος Σούγαρης, Άρης Τρουπάκης, Αμαλία Τσεκούρα, Γιώργος Τσιαντούλας, Γιώργος Χριστοδούλου.


Πηγές: Lifo, Athinorama

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου