Δημήτρης Χορν

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη
synenteuxis.gr

 Για το ταλέντο του πολλοί μίλησαν. Αρκετοί ψιθύρισαν για τον ιδιότροπο χαρακτήρα του. Μάλλον το ξεχείλισμα του πρώτου επισκίασε το δεύτερο. Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921.  Αποφοίτησε από τη Δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1940, έτος που έκανε και την πρώτη του εμφάνιση στη θεατρική σκηνή. Γνωστή ήταν επίσης η ραδιοφωνική του εκπομπή «Ο Ταχυδρόμος Έφτασε». Ηχογράφησε θεατρικά έργα, υπήρξε Γενικός Διευθυντής της ΕΡΤ κατά το έτος 1974-1975 και ίδρυσε μαζί με τη σύζυγό του Άννα Γουλανδρή το Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν. Φημισμένες θεατρικές παραστάσεις και μόλις δέκα, αλλά αξιομνημόνευτες, ταινίες στον κινηματογράφο. Αυτές είναι μερικές ή μάλλον ελάχιστες από τις στιγμές που θα ξεχωρίζαμε συνοπτικά από την γεμάτη ζωή του. Ποιος ήταν όμως εκείνος ο ηθοποιός; Ο άνθρωπος; Πώς έφτασε εκεί; Πώς πορεύτηκε; Πώς έσβησε...;
«Θυμάμαι ότι υπήρχε μια εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου και έβαζα χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Πιστέψτε με, δε με έβλαψε σε τίποτα αυτό Από εκεί ξεκίνησε για να φτάσει στην στιγμή που τον υποδέχτηκε στην αγκαλιά του ο κόσμος του θεάτρου. Το μέρος εκείνο που έμελλε να γίνει σπίτι του για χρόνια πολλά. «Βγήκα στο θέατρο, γιατί μια μέρα τρώγαμε στο σπίτι μου κι ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τον μεσημεριανό του ύπνο. Μου λέει: “Αχ, αύριο το μεσημέρι δε θα κοιμηθώ. Πρέπει να πάω στη Δραματική Σχολή”. Ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής Εισαγωγικών Εξετάσεων. “Μ’ έχουν βάλει Πρόεδρο στην Επιτροπή την Εξεταστική… Γι’ αυτούς που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί”.“Πού είναι αυτό;” “Εκεί στην οδό Στάικου”. Μια και δυο πηγαίνω εγώ, ήταν ο Συναδινός Διευθυντής στη σχολή, να υποβάλω μια αίτηση για να δώσω εισαγωγικές. Και μου λέει, έχει λήξει η προθεσμία, αλλά επειδή είσαι γιος του Παντελή θα κάνουμε μια εξαίρεση. Το είπα λοιπόν του πατέρα μου και μου λέει: “Σ’ ευχαριστώ παιδί μου. Δε θα χάσω το μεσημεριανό μου ύπνο, διότι δε θα πάω. Δεν μπορώ να είμαι Πρόεδρος της Επιτροπής και να δίνεις εσύ εξετάσεις”.»
 Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε, λοιπόν, ο δρόμος για τον μύθο που πλάστηκε γύρω από το πρόσωπό του. Παρά την επιτυχία που γνώρισε, ο ίδιος εντυπωσιακά αναρωτιόταν... «Όταν βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη, πραγματικά απορώ πώς έρχονται άνθρωποι και με βλέπουν! Εγώ τον εαυτό μου δε θα τον χειροκροτούσα.»  Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες καλλιτέχνες των τελευταίων εποχών. Μα δεν έχει καμία ευθύνη ο ίδιος γι’ αυτό... «Σ’ αυτό φταίτε εσείς. Εσείς που με συμπαθείτε.»
Η σχέση του με τις γυναίκες απασχολούσε διαχρονικά. Τον ίδιο τον κέντριζε ο έρωτας και η αγάπη. «Να σ’ αγαπούν είναι εύκολο. Να αγαπάς είναι το δύσκολο. Εγώ ερωτευόμουν συνεχώς. Με τον έρωτα ξαναγίνεσαι νέος, αν και τότε ξανακάνεις τα ίδια λάθη.» Ήταν οι πρωταγωνιστές της ζωής του. «Από τα έξι χρόνια μου και μετά δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να μην είναι ερωτευμένος, δηλαδή συγκινημένος με κάποιο πρόσωπο. Θα 'λεγα πως ήμουν ερωτευμένος με τον έρωτα... Ενώ δηλαδή ήμουν ένα πολύ κεφάτο παιδί, ξαφνικά, μελαγχολούσα φοβερά κι έγραφα θλιμμένα ποιήματα. Mε μελαγχολούσαν αυτοί οι έρωτες... Ή η ζωή.» 
Συναισθηματικός και ευαίσθητος, όπως παραδεχόταν. Προτιμούσε να αφήνει όσα θαύμαζε ανέγγιχτα ιδανικά. «Τα πράγματα που με συγκινούν πραγματικά, δε τα πλησιάζω. Η επαφή δημιουργεί την απόσταση και η απόσταση την επαφή.» έλεγε. «Να έρθεις κοντά σε έναν άνθρωπο που θαυμάζεις είναι δύσκολο. Μου είχε συμβεί κάποτε με έναν συγγραφέα -δε θα πω ποιον-  τον οποίο είχα διαβάσει και τον είχα ερωτευτεί. Όταν τον γνώρισα και τον είδα μάλιστα πώς έκανε μπάνιο στη θάλασσα με το σώβρακο, έχασα κάθε ιδέα.»
Στη ζωή του δήλωνε πως τα είχε «κάνει μούσκεμα» και μάλιστα σε όλους τους τομείς. Βαριόταν τα ταξίδια και επέλεγε τη συντροφιά των φίλων και της μουσικής για να γεμίζει τις ώρες του, ακόμη και στις μοναχικές μέρες του τέλους. Ξεχώριζε τον Μπαχ και τον Μότσαρτ, ευγνωμονούσε τον Λαμπράκη για το Μέγαρο Μουσικής.
  «Πολιτισμός είναι να σέβεσαι την ελευθερία του άλλου.» γι’ αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είμαστε πολιτισμένοι ως λαός. «Γιατί δεν είμαστε ελεύθεροι...».  Φυσικά απορεί... «Είναι γνώρισμα της φυλής μας. Δε σεβόμαστε την ελευθερία... Εμείς. Που η ελευθερία γεννήθηκε σε αυτόν τον τόπο και κατακτήθηκε. Δε τη σεβόμαστε την ελευθερία του άλλου.»
Η έντονη και γεμάτη πρόσωπα πορεία του έφτασε στις επισκέψεις του σπιτιού και του δωματίου. Αν μπορούσε να αλλάξει κάτι; «Θα έκανα τα ίδια λάθη που έκανα και όταν ήμουν είκοσι χρόνων.» Εκείνο που τον ενοχλούσε στα γεράματα ήταν η ασυνήθιστη απραξία. «Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, χωρίς πολλές επιθυμίες πια, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Άχρηστος είμαι. Κάνω τη δυσκολότερη δουλειά που υπάρχει. Τίποτα. Ούτε γραμματόσημα μαζεύω ούτε πεταλούδες».
Όπως λένε, όλα τα όμορφα στη ζωή κάποτε τελειώνουν. Έτσι πέφτει η αυλαία και τα φώτα σβήνουν. Μένει η ησυχία της κενής αίθουσας. «...H ζωή είναι σαν να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι. Αλλιώς αισθάνεσαι όταν ξεκινάς, αλλιώς όταν πλησιάζεις προς το τέλος. Kι εγώ έχω την εντύπωση ότι φτάνω λιγάκι προς το τέλος του ταξιδιού. Ετοιμάζομαι να κατέβω...» Μένουν οι αναμνήσεις. «Το βάσανο είναι οι μνήμες. Και το βάσανο και η χαρά.» Η μοίρα του γέλασε ειρωνικά, όπως έκανε και ο ίδιος. Με μια ασθένεια τα πήρε όλα και τον άφησε κενό, μέχρι τις 16 Ιανουαρίου του 1998, όπου και έσβησε σε ηλικία 76 ετών.
Αν σκεφτεί κανείς τι είχε πει για τον χώρο που τον ανέδειξε... «Το θέατρο είναι μια δύσκολη δουλειά και μένεις πάντα με άδεια χέρια. Άλλωστε είναι ένα επάγγελμα θνησιγενές. Από την ώρα που κλείνει η αυλαία δε μένε τίποτα. Ο ηθοποιός δεν αφήνει τίποτα πίσω. Ένα όνομα. Ξερό.» Φαίνεται όμως πως το αγαπούσε κι έτσι. Δύσκολο.
Εμείς που μείναμε πίσω, τώρα πια που η απουσία του είναι αμετάβλητη, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να του αποδεικνύουμε πόσο άδικο είχε για το τίποτα εκείνο που νόμιζε πως θα άφηνε. Είχε πει κάποτε για την απομάκρυνσή του από το θέατρο: «Δε θα μιλήσω για τη λεγόμενη απουσία μου από τη σκηνή. Η παρουσία του καλλιτέχνη δεν ταυτίζεται με την άμεση εμφάνισή του. Δεν εγκατέλειψα ποτέ το θέατρο. Ούτε το θέατρο με εγκατέλειψε ποτέ.» Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου