Ελένη Καραΐνδρου

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη

Είναι γνωστή για τη μουσική που συνθέτει με την οποία έχει ντύσει αριστουργηματικά, θα έλεγε κανείς, πολυάριθμες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου και όχι μόνο. Τα κινηματογραφκά έργα φαίνεται πως την κέρδισαν ήδη από το 1975, οπότε  και επένδυσε μουσικά "Το Χρονικό μιας Κυριακής". Η φήμη της ξεπέρασε τα εθνικά σύνορα, ενώ κατέκτησε και τον κόσμο του θεάτρου. Φυσικά δεν έλειψαν οι βραβεύσεις. Οι μελωδίες της ξεχείλισαν από τους μεγαλοπρεπείς τοίχους του Μεγάρου Μουσικής, από το Ηρώδειο και την Επίδαυρο. Πώς έφτασε όμως εκεί;
Γύρω στα εφτά της χρόνια, μέσα στο κλίμα του πολέμου, ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα. «Το καλοκαίρι του 1948. Δίπλα στο υπόγειο που μέναμε υπήρχε μια ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο σχολείο. Κάτι περίεργο πολύ συνέβαινε. Το βράδυ που ανέβαινα τη σκάλα έβλεπα σε έναν εξωτερικό τοίχο κάπου δίπλα κάτι μεγάλους ανθρώπους. Αυτή ήταν η οθόνη του γειτονικού σινεμά. Αυτό βέβαια δεν μπορούσα να το καταλάβω, διότι κανείς δεν μου είχε εξηγήσει τι είναι το σινεμά. Καταλαβαίνεις πώς μπορούν να είναι για ένα παιδάκι αυτές οι εικόνες; Εδώ δεν ήξερα καν τι είναι η θάλασσα... Ακόμα και σήμερα με ακολουθεί εκείνη η σουρεαλιστική εικόνα μίγματος βουνών - ουρανού και θάλασσας, μιας εικόνας που πρωτοείδα μικρή στον Κορινθιακό,  καθώς κατεβαίναμε το βουνό με την οικογένειά μου από το χωριό για να πάμε στην Αθήνα. Ακόμα και σήμερα με ακολουθεί αυτή η εικόνα, αλλά με ένα πιο ήρεμο και χαλαρό πνεύμα, ενώ όταν την πρωτοείδα, καθώς μπερδεύονταν στο βλέμμα μου και στο μυαλό μου το γαλάζιο του ουρανού με της θάλασσας νόμιζα πως τα βουνά ... πέταγαν στον ουρανό. Για μένα όμως το πιο εντυπωσιακό που μου συνέβη εκείνη την πρώτη περίοδο της Αθήνας ήταν όταν ανακάλυψα στο σχολείο ένα παλιό ξεχασμένο πιάνο με ουρά. Μαγεύτηκα. Αυτό ήταν.»
Προσπαθούσε να γράψει μουσική για τις ταινίες που παίζονταν στον κινηματογράφο, που στεκόταν έξω από το παράθυρό της. Έδειξε ενδιαφέρον για την Αρχιτεκτονική, αλλά κατέληξε στη Φιλοσοφική. Ποτέ της δεν ασχολήθηκε με τα κομματικά. Κουβαλούσε μονάχα δημοκρατικές ιδέες. Ωστόσο, ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους πολλούς και με κάποιους της αριστεράς, γεγονός που την οδήγησε σε μία άκαρπη ανάκριση την περίοδο της δικτατορίας και στο μετέπειτα ταξίδι της στο Παρίσι. Εκεί επιδώθηκε στο πιάνο, φιλοξένησε τη Μαρία Φαραντούρη και γνωρίστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Για εκείνη την εποχή θυμάται... «Λίγο καιρό πριν από το Μάη του '68 έπαιζα πιάνο σε μια πολύ σπουδαία μπουάτ του Παρισιού από όπου πέρασαν σημαντικά ονόματα, όπως ο Ζακ Μπρελ. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και έζησα και εγώ το ανέλπιστο: έζησα την ομοψυχία του Γαλλικού λαού, μια ομοψυχία που σημάδεψε το "Γαλλικό Μάη" μια απαράμιλλη εκδήλωση ενότητας, ένα φαινόμενο που εγώ η ίδια, ούτε που θα τολμούσα να διανοηθώ στην Ελλάδα. Δηλαδή, από τη μια, στη χώρα μας είχαμε μεν την ωραιότερη αντίσταση της Ευρώπης αλλά από την άλλη στις υπόλοιπες ιστορικές περιόδους ήμασταν διχασμένοι. Ξέρεις, θυμάμαι πάντα το φόβο ότι ο γείτονας στην πολυκατοικία θα μπορούσε να είναι κάποιος που με παρακολουθεί. Αυτό κατ΄ ουδένα τρόπο δεν υπήρχε στη Γαλλία. Εκεί υπήρχε μια ομοψυχία. Έλεγαν, ας πούμε: "κανείς στα μέσα συγκοινωνίας σήμερα", και δεν έμπαινε κανένας. Καταλάμβαναν δημόσια κτήρια και τηλεοπτικούς σταθμούς και όλη την ημέρα η τηλεόραση έδειχνε τον κόσμο. Όλοι μιλούσαν δημόσια, συζητούσαν, χαίρονταν την επανάστασή τους. Ήταν σαν μια αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία.»
Μετά της πτώση της χούντας γύρισε στον τόπο της. Τότε, το 1983, γνωρίστηκε με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και συνεργάστηκαν για την ταινία "Ταξίδι στα Κύθηρα". Η αρχή για μια μακρόπνοη συνεργασία...«Πιστεύω ότι κέρδισα τρομακτικά πράγματα μέσα από αυτήν την εμπειρία μου με τον Αγγελόπουλο.  Κέρδισα πράγματα που ωφέλησαν την αυτογνωσία μου. Ο άνθρωπος ήταν πολύ σπουδαίο μυαλό, σπουδαίος κινηματογραφιστής και ποιητής. Ήταν μια συνάντηση μαζί του. Τον γνώριζα σιγά  - σιγά πιο πολύ και περιορίζονταν και οι όποιες συγκρούσεις μας και διαφωνίες μας. Εγώ απλώς περίμενα υπομονετικά. Έφτιαχνα  τις μουσικές μου πρώτα, τις ετοίμαζα, του τις έδινα και περίμενα να δω πώς θα λειτουργήσει. Ήταν μια σχέση που μέχρι και την τελευταία στιγμή είναι πολύ δύσκολο να την περιγράψει κανείς. Εγώ είχα μάθει να μην τον πιέζω. Και έτσι λειτούργησα και για τις επόμενες ταινίες του όπως "το Βλέμμα του Οδυσσέα", "μια Αιωνιότητα και μια Μέρα", "το Λιβάδι που δακρύζει", "η Σκόνη  του Χρόνου"... Τελικά αν δεν ήταν ο Θόδωρος εγώ δεν θα είχα γράψει αυτά τα κομμάτια, δεν θα ειχα κάνει όλες αυτές τις δουλειές, ίσως δεν θα είχα αναδειχθεί και στον κόσμο.»
Ήταν πολλά τα πρόσωπα που πέρασαν και τη ζωή της στόλισαν. «Σε όλη μου τη διαδρομή έως τώρα έχω δουλέψει με πάρα πολλούς μουσικούς και έχουν μείνει δίπλα μου για πολλά χρόνια. Και αυτό επειδή είναι και καλοί μουσικοί και ταιριάζει ο ψυχισμός μας. Το ήθος και το ύφος αλλά και η ικανότητά τους. Δεν φθάνει μόνο ο ψυχισμός. Χρειάζεται και το ταλέντο. Αλλά το ταλέντο είναι και ψυχισμός. Και κάτι ακόμη: δεξιοτεχνία υπάρχει χωρίς ψυχισμό, αλλά δεν με ενδιαφέρει αυτό. Με ενδιαφέρει το ταλέντο και η βαθιά μουσική ιδιοσυγκρασία. Θαυμάζω ανθρώπους που δεν είναι μόνο δεξιοτέχνες. Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Με ενδιαφέρει να υπάρχει κάτι ακόμη, κάτι από πίσω.»
Αλλά δεν είναι μόνο τα πρόσωπα πηγή έμπνευσης.«Λειτουργώ επίσης μέσα από την απόλυτη αυτοσυγκέντρωση. Μόνο τότε οι δυνατότητές μου πολλαπλασιάζονται με τον μέγιστο συντελεστή. Αλλά πιστεύω ότι την αυτοσυγκέντρωση αυτή τη μεταδίδω στους συνεργάτες μου. Πρέπει επίσης να με πείθουν, όσοι συνεργάζονται μαζί μου, επειδή για να πείσεις τον απέναντί σου πρέπει να έχεις πίστη. Γι' αυτό και δεν λέω "ναι" σε όλες μου τις συνεργασίες. Δεν με ενδιαφέρει να έχω πλούσιο βιογραφικό. Βρίσκω ότι έχω κάνει πολλά πράγματα αναλόγως. Δεν με ενδιαφέρουν όμως τα χρήματα και δεν έχω κάνει τίποτε γι' αυτά.»
Βυθίστηκε η ζωή της κι αναμείχθηκε στον φανταστικό κόσμο της σκηνής και της μεγάλης οθόνης με έναν τρόπο δικό της.«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να χωθώ μέσα στο έργο, να υπηρετήσω και να μην προδώσω το όραμα του σκηνοθέτη. Γι' αυτό ζητώ από τους σκηνοθέτες η μουσική μου, τόσο στις θεατρικές παραστάσεις, όσο και στις ταινίες να μην ακούγεται σχεδόν καθόλου. Αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι να ξεχωρίζει η μουσική μου, αλλά ο θεατής να αντιλαμβάνεται την υγρασία της.»
Ο δρόμος σκληροτράχηλος και όμορφος. Άλλωστε, τι σημασία έχει, όταν κάνεις εκείνο που αγαπάς με πίστη και ειλικρίνεια; «Τα πράγματα ποτέ δεν ήταν ρόδινα. Και εγώ έως τα 38 μου δεν ζούσα από τη μουσική. Εκανα άλλες δουλειές. Αλλά είχαμε δύναμη, εμπιστοσύνη, ελπίδα. Αυτά που στερούμε σήμερα από τους νέους. Η πολιτική ευνόησε και έθρεψε ένα πελατειακό τέρας, άρα και ο κόσμος έχει διαφθαρεί. Να αλλάξουν οι ανθρωποι. Να παλεύουν για το καλύτερο και όχι να ψηφίζουν τον τάδε για να βάλει το παιδί τους στη δουλειά.»
Μετάνιωσε ποτέ; «Όχι. Γι' αυτό από τότε που ξεκίνησα την καριέρα μου δεν υπέγραψα ποτέ συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με δισκογραφική εταιρεία. Διεκδικώντας το δικαίωμα να μην εντάσσεσαι στο οποιοδήποτε σύστημα προστατεύεις την κρίση σου. Γι' αυτό δεν έχω μετανιώσει ποτέ για τις επαγγελματικές επιλογές μου. Διεκδικώ το δικαίωμά μου να είμαι ελεύθερη και ανένταχτη.»
Σχολιάζοντας την επικαιρότητα, αδιαφορώντας για τη γνώμη ορισμένων, στηρίζει με την πίστη της τη νέα γενιά, εκείνη των μεγάλων προσδοκιών και των ακόμη μεγαλύτερων ευθυνών. «Προσωπικά πιστεύω αρκετά στη νέα γενιά, δεν συμφωνώ με διάφορα τα οποία ακούω να λέγονται γι’ αυτήν. Πάντα οι νέοι έχουν μια αθωότητα, όμως νομίζω ότι οι σημερινοί νέοι είναι και πιο συνειδητοποιημένοι από παλιότερα. Με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου πιστεύω ότι κάτι κουνήθηκε. Όμως θέλει πολύ κούνημα ακόμα, γιατί η κατάσταση είναι τραγική στην Ελλάδα – ιδιαίτερα στον χώρο της παιδείας. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι εκπαιδευτικός σήμερα στην Ελλάδα, το κράτος έχει δώσει κατραπακιά σε αυτόν τον κλάδο: γελοίους μισθούς δίνει στους δασκάλους και στους καθηγητές και γενικά στους επιστήμονές του, ενώ τα παιδιά σε σχολεία και πανεπιστήμια εκθέτονται σε ένα σύστημα διάτρητο.»
Και η λύση που προτείνει στον ετοιμόρροπο αυτόν κόσμο; «Είναι πρόβλημα… Χρειάζεται ίσως μια γερή επιτροπή με καταπληκτικούς ειδικούς, αδιάφθορους και δίχως κομματικά χρώματα. Να υπάρξει μια μελέτη, να υπάρξει αξιολόγηση, να γίνει μια αρχή. Βέβαια, πώς θα γίνει αυτό, όταν οι πολιτικοί κυνηγάνε ψήφους και θέλουν να είναι αρεστοί σε κάποιους και όταν η διαφθορά έχει φτάσει να διεισδύσει παντού; Τι παράδειγμα δίνεται έτσι στους νέους και ποιος, να αισθανθούν έπειτα, πως νοιάζεται γι’ αυτούς; Δεν είναι σωστό να τα βλέπουμε όμως όλα απαισιόδοξα και να μιλάμε λες και η μόνη λύση είναι να βγούμε έξω με τα τσεκούρια.»
Ακολουθώντας ίχνη πενιχρά πλάσαμε μια ομιχλώδη μορφή της Ελένης Καραΐνδρου. Θολή μπροστά σε μια αλήθεια που παραμένει άγνωστη για τα πρόσωπα εκείνα που μέσα από τα έργα τους θαυμάζουμε. Την αναζητήσαμε μέσα από τις δικές της λέξεις, τη δική της φωνή. Ίσως πάλι η γλώσσα της να είναι η μουσική και οι ήχοι της ο πιο ειλικρινής καθρέφτης της.




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου