Γιάννης Τσαρούχης

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη

Ένας από τους γνωστούς Έλληνες ζωγράφους γεννήθηκε το 1910. Παρέμεινε στο προσκήνιο για πολλά χρόνια. Πολυτάλαντος καλλιτέχνης από μικρός, αλλά ήταν οι πίνακες που τον σημάδεψαν.
Ο ίδιος δηλώνει πως δεν ήταν πάντα αυτό το όνειρό του. Είχε άλλα σχέδια...«Ένα από τα κυριότερα ήταν να γίνω ακροβάτης γιατί μου άρεσε πολύ το ιπποδρόμιο και ό,τι έβλεπα στο ιπποδρόμιο εμιμούμην, βάζοντας σχοινιά μέσα στους δύο μεντεσέδες της πόρτας. Ήθελα να περπατώ επάνω σε ένα σχοινί, να κρεμιέμαι ανάποδα... Ενα άλλο επάγγελμα που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν να γίνω δεσπότης, διότι μου άρεσε να τους βλέπω στις λιτανείες με τα χρυσά άμφια και τις μίτρες να παρελαύνουν. Αλλά ποτέ δεν σκέφθηκα ότι θα γίνω ζωγράφος. Όλο ζωγράφιζα από μικρό παιδί και έκανα και κατασκευές αρχιτεκτονικές ­ εσωτερικών χώρων ιδίως ­ έκανα κρεβατοκάμαρες, τραπεζαρίες και μου άρεσε πολύ το θέατρο... Αλλά ζωγραφική έκανα, διότι το ζήτησαν οι άλλοι, ­ είτε ήταν θεατές, είτε ήταν έμποροι πινάκων. Νόμιζαν ότι έχω ταλέντο... ακόμη δεν το κατάλαβα αυτό!»
Ωστόσο, δε μπορούσε να μείνει και μακριά από την έμφυτη αυτή κλίση του. Σαν χείμαρρος γέμιζε τους τοίχους. Το ταλέντο του ήταν μια ¨ζημιά¨ και μια ¨φασαρία¨. «Έβρισκαν ότι η ζωγραφική μου λερώνει το σπίτι, ότι το θέατρο αναστατώνει το σπίτι. Έκανα θέατρο, τραγουδώντας και παίζοντας εγώ ο ίδιος ή κάνοντας θέατρο με χάρτινους ηθοποιούς... Τα σκουπίδια τα έβλεπε η μητέρα μου. Ο δε πατέρας μου έβλεπε ότι δεν είναι σοβαρά αυτά που κάνω. Το όνειρό τους ήταν να γίνω δικηγόρος ή χημικός.»
Πέρα από τις συχνές ¨υψηλών προϋποθέσεων¨ βλέψεις των γονέων άκουγε κι άλλες κουβέντες γνώριμες ως σήμερα. Εκείνες που χρειάζεται να υπερβεί κανείς για να ακολουθήσει το δικό του καρδιοχτύπι. Χρειάζεται να πιστέψει πρώτα εκείνος στους χτύπους τους δικούς του για να παρασύρει και τους άλλους.«Από μικρό παιδί άκουγα ότι δε θα κάνω τίποτα στην ζωή μου κι ότι θα πεθάνω στην ψάθα! Το νανούρισμα μου από τη διπλανή κάμαρα ήταν "τι θα γίνει αυτό το παιδί". "Στα 17 μου χρόνια, ο πατέρας μου με ρώτησε, αν είναι σοβαρά αυτά που έλεγα στους άλλους, ότι δηλαδή θα γίνω ζωγράφος, και πρόσθεσε: "Αν μπορείς να με βεβαιώσεις ότι έχεις ταλέντο κι ότι θα γίνεις ένας ζωγράφος σαν τον Πάνο Αραβαντινό, τότε με την ευχή μου! Αλλά αν αποτύχεις, τι θα γίνει;" "Δεν μπορώ να σε βεβαιώσω ότι έχω ταλέντο", του είπα. "Ένα πράγμα μπορώ να σου πω και γι' αυτό είμαι σίγουρος: ότι θα έχω υπομονή και επιμονή".»
Οι δυσκολίες δεν είναι, λοιπόν, μόνο εξωτερικές. Είναι το εσωτερικό που χρειάζεται πρώτα να νικηθεί. «Από τότε που ήμουν οκτώ χρόνων –όταν άρχισα να ζωγραφίζω- είχα έναν φόβο για τα πινέλα. Συχνά δε μπορώ να κρατήσω εύκολα ένα πινέλο. Επιπλέον, πρέπει να πείσω τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι το χαρτί, ο καμβάς είναι κάτι ζωντανό, πραγματικό…. κι έχω πρόβλημα με αυτό. Η πειθώ ενός έργου τέχνης εξαρτάται από το πόσο πιστευτή είναι η ζωγραφική.»
Από έξι χρονών έκανε θέατρο και ζωγράφιζε για να γίνει αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Αξίζει να σημειωθεί πως ήταν και σκηνογράφος, ενώ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου έχοντας  καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη, ενώ μαθήτευσε δίπλα στον Κόντογλου. Επιπλέον, υπήρξε υποστηρικτής της ελληνικότητας στην τέχνη. «Σχετικά με την εποχή που ήμουν νέος, η πρόοδος της ελληνικής τέχνης με τρομάζει γιατί είναι πολύ μεγάλη. Αλλά δεν είμαι ευχαριστημένος ποτέ,­ ούτε με τον εαυτό μου, ούτε με τους άλλους,­ διότι υπηρετώ ένα ιδανικό, το οποίο είναι τρομερό και επιβάλλει θυσίες και προσπάθειες. Αυτή την πολυτέλεια, να είμαι κριτικός και απαισιόδοξος συχνά την επιτρέπω στον εαυτό μου» κατέληξε κάποια στιγμή.
Περιπλανήθηκε σε πολλές χώρες, σε αρκετές από τις οποίες εξέθεσε και τα έργα του για να εγκατασταθεί τελικά στο Παρίσι το 1967. Γνώρισε τον Ματίς και τον Τζακομέτι. Η δόξα του υπήρξε μεγάλη. Στην ακμή αυτή ίσως κρύβεται ένα στοιχείο κομβικό στη ζωή του ανθρώπου. «Σ' ένα άλλο ταξίδι μου στο Παρίσι δίκαια με μαλώνει σοβαρά ο Τεριάντ, που παράτησα τη ζωγραφική και κατάντησα ένας κοσμικός, παρέα με τον Ωνάση, την Μπεγκούμ, την Κάλας, την Έλσα Μάξγουελ, την Γκρέις Κέλι... Οι δίκαιες παρατηρήσεις του βρίσκουν απήχηση, τα παρατάω όλα και η ζωή μου αλλάζει. Επιστρέφω στην Ελλάδα και παραιτούμαι από όλες τις προσοδοφόρες απασχολήσεις μου... Ορκίζομαι να μην ξαναφορέσω σμόκιν! Στην περίπτωση μου ήταν σαν να ήμουν γκαρσόνι σε κοσμικό κέντρο, σύμβολο ¨δουλείας στο Κεφάλαιο...¨.»
Τίθεται στο σημείο αυτό ένα παραδοσιακό ερώτημα. Από πού αντλεί την έμπνευσή του; «Εκτός από τα επίσημα πρόσωπα, όπως είναι οι μεγάλοι ζωγράφοι, πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν γνωρίζει κανείς το όνομά τους με έχουν επηρεάσει πάρα πολύ με αυτά που λένε, με αυτά που κάνουν, με αυτό που είναι. Πολλοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι πολύ διάσημοι και μεγάλοι. Οι μεγάλοι τραγικοί με έχουν επηρεάσει πολύ ­ μου έδειξαν τη ζωή όπως είναι. Ο φιλόσοφος Νίτσε με επηρέασε πολύ και μου έδωσε ωραίες συμβουλές και ωραίες διαφωνίες μαζί του. Αλλά τι να πω για έναν μαραγκό του οποίου η σεμνότης με έκανε να καταλάβω πολλά πράγματα για τη δουλειά. Τι να πω για μια ασήμαντη γυναίκα που πλένει τα πιάτα της και συγυρίζει την κουζίνα της που μου έδωσε φιλοσοφικά διδάγματα, ­ ποιες είναι οι συνθήκες της ζωής. Μαθαίνω κάθε ημέρα από οποιονδήποτε άνθρωπο και οι μεγάλοι άνθρωποι είναι επίσης μεγάλοι γιατί με πολλή απλότητα σαν τους απλούς ανθρώπους εξετέλεσαν τον προορισμό τους. Οι μεγάλες βεντέτες, ­ οι μεγάλες φίρμες ­με απωθούν, γιατί νομίζουν ότι η τέχνη είναι μια παράσταση θεατρική και όσο φασαρία κάνεις τόσο πιο επιτυχία θα έχεις. Επηρεάζομαι πάντα από τους ανθρώπους που κάνουν κάτι ουσιαστικό ­ μικρό ή μεγάλο,­ γιατί πρέπει τη ζωή να τη ζει κανείς ουσιαστικά και όχι με επίδειξη μόνο.» Αλλά οδηγείται στο συμπέρασμα πως «Τα έργα έρχονται, όταν θέλουν εκείνα! Όχι όταν το θέλουμε εμείς!»
Είναι το τίποτα καμιά φορά που για κάποιον γίνεται ο κόσμος όλος. «Είναι πιθανό, ένα θέμα που ενδιαφέρει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, να μην ενδιαφέρει κανέναν άλλον, ένα καμένο σπίτι, ένα σπασμένο κουτί, ένας ασήμαντος άνθρωπος. Όμως, θα μπορούσε να είναι λόγος ύπαρξης για έναν πίνακα ζωγραφικής. Ο καλλιτέχνης δίνει το πάθος του. Τα παπούτσια του Βαν Γκογκ ξεκίνησαν από ένα ασήμαντο θέμα. Ο Τένεσι Ουίλιαμς έγραψε για ασήμαντα θέματα, αλλά εξαιτίας της αγάπη του και της γραφής του, έγιναν αριστουργήματα. Το τι θα κάνουμε με τα θέματα μας, είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να είναι κάτι ιερό. Στην πραγματικότητα, τα θέματά μου ξεκίνησαν να βλασταίνουν πολλά χρόνια πριν τα ζωγραφίσω. Η ζωγραφική είναι πλήρως οργανωμένη στο μυαλό μου, ακόμη και τα χρώματα που σκοπεύω να χρησιμοποιήσω, αν και βέβαια τα πράγματα ορισμένες φορές δεν είναι πάντα όπως ακριβώς τα έχω φανταστεί.»
Ακολουθεί μία εξίσου συνηθισμένη ερώτηση, ωστόσο πάντα γοητευτική. Τι είναι Τέχνη; «Είναι εξομολόγηση προς την αγάπη, προς τη ζωή, την οποία η ζωή η ίδια μας υπαγορεύει. Κάθε συγκίνηση, κάθε μεταφυσική χαρά που ένιωσα από το θαύμα της ζωής και της δημιουργίας προσπαθώ να τις εκφράσω. Αλλά αυτό το πράγμα η κοινωνία ­για να είναι πιο ήσυχη και κατά τη φαντασία της πιο προστατευμένη ­ το απαγορεύει. Τα πράγματα μας καλούν σε μια μέθη, σε έναν ενθουσιασμό και σε ένα παραλήρημα. Το να ελευθερώνεται κανείς από τους φόβους και να εκφράζει αυτό το παραλήρημα είναι νομίζω αυτό που ονομάζω εξομολόγηση του καλλιτέχνη. Και γενικώς να ενώνω τη ζωή μου με την παιδική μου ζωή, να μη χωρίζεται με ένα παραπέτασμα σιδερένιο η παιδική ζωή με τη ζωή του ενηλίκου.»
Όμοια συμβουλεύει και τους νέους καλλιτέχνες. «Να βρουν ένα κτήμα να καλλιεργούν για να μην κάνουν ουρές να βρουν μια εργασία και μια εργασία που θα τους αφήνει ελεύθερες ώρες. Η γεωργία αφήνει περισσότερες ελεύθερες ώρες από ό,τι άλλες δουλειές σε μια τράπεζα, ένα γραφείο, ένα εργοστάσιο. Και να εξομολογούνται με την τέχνη τους, να μιλούν για τη ζωή τους, γι' αυτό που τους ενδιαφέρει. Όταν κανείς εξομολογείται, εκατομμύρια ανθρώπων βρίσκουν ικανοποίηση και ξαλαφρώνουν.»
Πολλοί διαμαρτύρονται και φωνάζουν, γιατί ο κόσμος και ειδικά οι νέοι άνθρωποι στέκονται μακριά από την τέχνη. Ψάχνουν τρόπους να ενώσουν τους δύο κόσμους. «Δεν ξέρω αν πρέπει να το κάνουμε αυτό. Πρέπει να βοηθήσουμε τη νεολαία που ενδιαφέρεται για την τέχνη να έχει μια πλήρη γνώση της τέχνης. Αλλά νομίζω ότι είναι αδικία να προσπαθούμε να μάθουμε αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για τέχνη τι είναι τέχνη. Θέλω οι οπαδοί της τέχνης να είναι αυθόρμητοι και να έχουν αληθινή κλίση προς την τέχνη. Δεν νομίζω ότι πρέπει να υποχρεώσουμε τους ανθρώπους να εκτιμούν την τέχνη αν δεν το 'χουν φυσικό τους ­ αλλά μόλις δούμε ότι ενδιαφέρονται θα πρέπει να τους δίνουμε όλα τα μέσα ­ γιατί αυτό θα δημιουργήσει υποκριτές και σνομπ ανθρώπους οι οποίοι θα γεμίζουν τα κενά της ζωής τους με υποκρισία περί τέχνης.»
Αυτή ήταν μία ταπεινή και λιτή σκιαγράφηση ενός σπουδαίου και εξίσου απλού και ταπεινού ανθρώπου. Μπορεί η υλική του υπόσταση να χάθηκε τον θερινό Ιούλιο του 1989. Έμειναν όμως οι κουβέντες του να μας μιλούν, να μας θυμίζουν ποιος στ’ αλήθεια ήταν. Παρέμειναν τα έργα του να μας χαρίζουν περιουσία μιας ζωής, την ουσία της ύπαρξής του για να εναποθέσουμε όνειρα και βιώματα, χρώματα και σχέδια δικά μας...


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου