Ευαγγελος Παπανουτσος

www.synenteuxis.gr

 Ο Ευάγγελος Παπανούτσος ( 27 Ιουλίου 1900 - 2 Μαΐου 1982) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες παιδαγωγούς, φιλοσόφους και δοκιμιογράφους του 20ου αιώνα. Σπούδασε στα πανεπιστήμια των Αθηνών, του Βερολίνου, της Τυβίγγης και του Παρισιού και στη συνέχεια ως εκπαιδευτικός πέρασε από όλες τις βαθμίδες έως ότου (μετά την απελευθέρωση της χώρας) διορίστηκε γενικός γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας. Έμεινε στην ιστορία για τη συμβολή του στην ανακαίνιση της Ελληνικής Παιδείας, καθώς οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην Εκπαίδευση και ο διαχωρισμός της Μέσης Εκπαίδευσης στις βαθμίδες Γυμνασίου και Λυκείου, οφείλονται σε δικές του ιδέες. Το 1980 του απονεμήθηκε ο ανώτατος τίτλος πνευματικού ανθρώπου της χώρας μας, εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες βιβλία, όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. 



Τα σοφά λόγια του Παπανούτσου θεωρούνται διαχρονικά και διδακτικά καθώς στα δοκίμια και τα έργα του αντανακλώνται εύστοχοι και επίκαιροι προβληματισμοί, σκέψεις και ιδέες που κάλλιστα θα μπορούσαν να συγχρονιστούν και να ταυτιστούν με την ελληνική πραγματικότητα της εποχής μας.


    Η θεματολογία των έργων του αφορούσε κατά κύριο λόγο στο ποιόν της ζωής στην Ελλάδα, ένα ζήτημα που τον απασχολούσε και τον προβλημάτιζε βαθύτατα. Ανησυχούσε για τις νέες γενιές γιατί θεωρούσε ότι αφιερώνουν τη ζωή τους στο κυνήγι του κέρδους, χάνοντας έτσι το νόημα της ζωής και στερώντας από τον εαυτό τους την καλλιέργεια του πνεύματος: «Έχετε δίκιο να πιστεύετε πως πραγματικά το ποιόν της ζωής είναι ένα πρόβλημα που με απασχολεί πάρα πολύ. Φοβάμαι, ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν καταλάβει αυτό το ποιόν καθόλου. Στην αρχή ο αγώνας και η αγωνία να αποκτήσουν χρήματα, επαγγελματική αυτοτέλεια, οικονομική ανεξαρτησία, να γίνουν αυτοδύναμοι οικονομικά. Έπειτα, σιγά-σιγά βλέπουν, νομίζω, ότι αυτό δεν είναι ζωή, ότι αυτό είναι μία διαρκής αγωνία, μια κούραση, ένας οίστρος που τελειώνει πάντοτε άσχημα. Οι παλιότερες γενιές το είχαν λύσει αυτό το πρόβλημα. Είχαν πει δηλαδή: “Θα πρέπει πρώτα να κοιτάξουμε, πώς να ομορφύνουμε τη ζωή μας, πώς να την κάνουμε καλύτερη απ’ ό,τι είναι τις ώρες της σχόλης, της πνευματικής ανάτασης να τις κάνουμε πλουσιότερες, περιεκτικότερες, δηλαδή να ασχοληθούμε πιο σοβαρά με την τέχνη”. Ποιόν της ζωής σημαίνει χαρά της τέχνης πρώτα πρώτα. Χαρά από τα πολιτιστικά ιδεώδη και ινδάλματα, χαρά από τις επιδόσεις του πνεύματος». Ατενίζοντας ως πρεσβύτερος, περισσότερο έμπειρος και πιο ώριμος το παρελθόν, αναγνώριζε πως οι προηγούμενες γενιές ζούσαν καλύτερα και πως η ζωή στο παρελθόν ήταν πιο ποιοτική: «Παλαιότερα υπήρχε το ποιόν της ζωής. Ζούσαν καλύτερα οι άνθρωποι. Βλέπουμε δε στα πολιτιστικά μας κέντρα παλαιότερα, όταν οι άνθρωποι δεν είχαν τις ανησυχίες του σημερινού ανθρώπου και τα προβλήματά του. Υπήρχε αυτό το ποιόν της ζωής. Ζούσαν καλύτερα. Δούλευαν πολύ περισσότερο αλλά απέδιδαν και καλύτερα. Σήμερα τι γίνεται; Κερδίζουν πολύ περισσότερα αλλά ζημιώνονται από τον τρόπο της ζωής τους».
     Συχνά στα έργα του επισήμαινε πως η βιοπάλη μετέτρεπε του ανθρώπους σε απάνθρωπους. Διέβλεπε πως το ενδιαφέρον και η ζεστασιά απέναντι στον συνάνθρωπο σιγά σιγά χανόταν καθώς κυριαρχούσε ο ανταγωνισμός και η απεγνωσμένη επιζήτηση των ανέσεων: «Η ζωή μας έχει γίνει πάρα πολύ ανταγωνιστική στις νέες κοινωνίες. Ζούμε ανταγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον. Να επικρατήσει, να υψωθεί, να ζήσει αυτός, έστω κι αν οι άλλοι πεθάνουν. Βλέπετε, σιγά-σιγά επικρατούν κανόνες, που άλλοτε ήταν απαράδεκτοι. Νέοι κανόνες και πρότυπα ζωής. Λούσο, πολυτέλεια αφάνταστη και μάλιστα αυτή η πολυτέλεια σε βάρος των άλλων, τους οποίους δεν λογαριάζουμε καθόλου. Έχω υπόψη μου περιστατικά, τα οποία πραγματικά με φοβίζουν. Βλέπω πολυτέλεια στο ντύσιμο, στο φέρσιμο στην κοινωνία στην επικοινωνία μεταξύ μας, στα ταξίδια. Αλλά ζουν οι άνθρωποι τόσο πεζά, τόσο πρόστυχα, μπορώ να πω, πολλές φορές, ώστε φεύγουν απηυδισμένοι από τη ζωή αυτή, γιατί δεν έχουν καταλάβει τι θα πει ποιόν ζωής. Το ποιόν της ζωής είναι άλλο πράγμα, είναι να την ομορφύνεις. Είναι να επιτείνεις την ομορφιά της, να τη ζήσεις έντονα και κυρίως να υψωθείς ψηλά στη σφαίρα του πνεύματος».

   Ο Παπανούτσος δίδασκε φιλοσοφία και ερχόταν καθημερινά σε επαφή με τις νεότερες γενιές. Το λυπηρό συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε, όμως, ήταν ότι προτεραιότητά των νέων ήταν η απόκτηση χρημάτων: «Οι νεότεροι δεν έχουν τίποτε, δυστυχώς, παρά πώς να κερδίσουν χρήματα και τίποτε άλλο. Και έπειτα μόλις κερδίσουν χρήματα ζουν τόσο πολύ άσχημα, τόσο περίεργα και φεύγουν γρήγορα από τη ζωή, φεύγουν. Τι θα κάνουμε δεν το ξέρω. Αν το ήξερα θα ήμουν ο φωστήρας του κόσμου. Δεν είμαι δυστυχώς ή ευτυχώς. Λέω μόνο τούτο στους ανθρώπους της εποχής μας. Λέω στους νέους: “Μην νομίσετε ότι θα είστε ευτυχείς εάν κερδίσετε μόνο χρήματα, πλούτο, ευμάρεια , άνεση χρόνου…”».

   Πρόβλημα εντόπιζε και στην πολιτιστική θέση και κατάσταση της χώρας, την οποία έβλεπε να υστερεί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη: «Φοβούμαι πολύ και ανησυχώ, ότι βαραίνουμε λίγο. Το βάρος μας είναι μικρό. Τα Πανεπιστήμιά μας, τα Ανώτερα Ιδρύματα, οι Σχολές μας, τα Πνευματικά μας Ιδρύματα υστερούν ακόμα πάρα πολύ. Το θέμα με την κοινή αγορά και την ελευθερία κινήσεων είναι ότι καταλαβαίνουμε ακόμη περισσότερο πόσο υστερούμε στη ζωή αυτή ποιοτικά». Η λύση που κατά τη γνώμη του θα μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση θα ερχόταν μέσα από την παιδεία: «Να καλλιεργήσουμε τον εαυτό μας, να τον μορφώσουμε, να τον εκπαιδεύσουμε, να τον αναπτύξουμε πνευματικά και ύστερα θα έρθουν όλα  κανονικά».

    Μόρφωση, καλλιέργεια του πνεύματος και ενίσχυση της παιδείας ήταν λοιπόν οι προτάσεις του Ε. Παπανούτσου. Μόρφωση με τη βαθύτερη έννοια της λέξης όμως : «Μορφώνω δεν θα πει μόνο οπλίζω το νέο άνθρωπο για τον αγώνα της ζωής, αλλά (προπάντων) εξευγενίζω την ψυχή του, βαθαίνω την αντίληψή του για τον κόσμο … τον κάνω πιο άνθρωπο». Ως παιδαγωγός, μάλιστα, έδινε το δικό του ορισμό για τη διδασκαλία, μια καίρια συμβουλή προς όλους τους παιδαγωγούς: «Κατάλαβε το καλά, και κλείσε αυτή την αλήθεια μέσα στην ψυχή σου, ότι η διδασκαλία ανήκει στην κατηγορία των πνευματικών έργων όπου το καλό αποτέλεσμα είναι προϊόν έμπνευσης και δημιουργικού οίστρου. Με μια λέξη: είναι δημιουργία. Και ο άξιος δάσκαλος: δημιουργός. Εάν η μάθηση, η αληθινή μάθηση, είναι μια δωρεά που μεταμορφώνει τον άνθρωπο, φωτίζει το πνεύμα και εξευγενίζει την ψυχή του,  το μάθημα, το αληθινό μάθημα, δεν μπορεί να είναι αυτόματο προϊόν μιας μηχανής, αλλά δημιουργία που απαιτεί τόσο από το Δάσκαλο όσο και από τους μαθητές του, τις διαθέσεις και τα προσόντα που χαρακτηρίζουν τον αληθινό δημιουργό, δηλαδή πρωτοβουλία, επινοητικότητα, ενθουσιασμό. Ένας από τους υψηλούς σκοπούς της παιδείας είναι να ενσταλάξει βαθιά στις ψυχές των νέων το συναίσθημα της ευθύνης. Ευθύνης στον κόσμο του στοχασμού στη σφαίρα της δράσης. Αληθινός δάσκαλος δεν είναι ούτε ο δογματικός με την ακαμψία του, ούτε ο ρομαντικός με την αναρχία του, αλλά ο κριτικός που συνδυάζει την ελευθερία και την πειθαρχία». Ο δασκαλοκεντρικός τρόπος διδασκαλίας, σύμφωνα με τον Παπανούτσο, ήταν ανάγκη να ανατραπεί και να τροποποιηθεί ριζικά, όχι μόνο στα σχολεία αλλά και στα πανεπιστήμια: «Να σταματήσουν οι αγορεύσεις από το βήμα και να καθιερωθεί η σωκρατική μέθοδος της προσωπικής επαφής, του διαλόγου και της συνεργασίας δασκάλου και μαθητή μέσα στη βιβλιοθήκη, στο εργαστήριο, στην κλινική – στο τραπέζι της έρευνας. Εύκολο δεν είναι να γίνει τούτο από τη μια μέρα στην άλλη. Ακόμη και στις Αγγλοσαξονικές χώρες όπου ο θεσμός του tutor, του  “πρεσβύτερου” που κηδεμονεύει τον νεοφώτιστο και τον καθοδηγεί στις σπουδές, έχει δώσει θαυμάσια αποτελέσματα. Η “έκρηξη του φοιτητικού πληθυσμού”, παγκόσμιο σήμερα φαινόμενο, έχει δημιουργήσει δυσχέρειες στην εφαρμογή του συστήματος, που έχουν φέρει σε αμηχανία τις πανεπιστημιακές Αρχές. Γιατί δεν είναι, όπως πολλοί υποθέτουν, ο αριθμός, δηλαδή το ποσόν των μελών του διδακτικού σώματος, που θα φέρει την αλλαγή, αλλά το ποιόν τους». 


   Όσον αφορά το πολιτικό σύστημα και τη διοίκηση της χώρας, ο Παπανούτσος ήταν αντίθετος με την ξενοκρατία η οποία κατά τη γνώμη του είχε εγκαθιδρυθεί (ή και επιβληθεί) μετά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Υποστήριζε πως δεν ταίριαζε στα ελληνικά δεδομένα και πως δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες της χώρας: «Όταν λευτερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό αυτή η μικρή ελληνική γωνιά, η Πολιτεία μας δεν θεμελιώθηκε ούτε αναπτύχθηκε οργανικά απάνω σε κάποιες αυτόχθονες μορφές οργάνωσης και διοίκησης, βγαλμένες από τις δικές μας ψυχολογικές και άλλες ανάγκες και από την ιστορική κίνηση της ζωής του Έθνους, αλλά μας επιβλήθηκε απέξω από ξένους και με ξένους που φυσικά δε νοιάστηκαν να εξετάσουν αν το φόρεμα τούτο ήταν κομμένο στο μέτρα μας, ούτε προσπάθησαν να το ταιριάξουν κάπως απάνω στο δικό μας κορμί. Έτσι εφαρμόστηκαν κι εξακολουθούν να εφαρμόζονται πειραματικά στη χώρα μας διοικητικοί και πολιτικοί θεσμοί που δεν μίλησαν ποτέ βαθιά στην ψυχή του λαού μας, ούτε ίσως ανταποκρίνονται εντελώς στις πραγματικές του ανάγκες. Τα ξενοφερμένα καθεστώτα σκότωσαν το κύτταρο τούτο και μας επέβαλαν θεσμούς και τύπους, μέσο, στους οποίους μάταια ως τώρα προσπαθούμε να βρούμε τον εαυτό μας. Βάλετε μαζί μ’ αυτές τις αιτίες την κακοδιοίκηση που είναι ενδημικό κακό στον τόπο μας, τη διαφθορά της πολιτικής μας ηγεσίας που τα ανομήματά της πλήρωσαν ακόμη και με το αίμα τους οι λίγες φωτεινές μορφές της νεότερης ιστορίας μας, προσθέστε τέλος και τη βαθύτερη κρίση που περνάει εδώ και κάμποσα χρόνια η έννοια του Κράτους μέσα στις φοβερές αντινομίες της ζωής όλων των σημερινών λαών και θα εξηγήσετε γιατί οι βασανισμένοι άνθρωποι αυτού του τόπου, του πολυπατημένου από ξένους κάθε λογής, δεν αισθάνονται ακόμη εντελώς δικό τους το Κράτος. Ας μην τους καταλογίζουμε αναρχισμό, αφού η μοίρα τους έγραφε να μην είναι νοικοκυραίοι στο σπίτι τους και να μην αφήνονται ήσυχοι να φτιάξουν με τη δική τους ζωή και μέσ' από τη δική τους ιστορία τους κοινωνικούς των θεσμούς...».

Ο Παπανούτσος, που συνήθιζε να μένει στο σπίτι το βράδυ γράφοντας, επειδή υποστήριζε ότι ήταν το μόνο πράγμα που ήξερε να κάνει, έφυγε από τη ζωή την 2α Μαΐου 1982. Επιθυμία του ήταν να μνημονεύεται όχι σαν φιλόσοφος ή δοκιμιογράφος, αλλά ως δάσκαλος: «Ένας πιστός και εγκάρδιος φίλος μού πρότεινε να ακολουθήσω το παράδειγμα του Αισχύλου. Όπως εκείνος παρήγγειλε στην επιτύμβια πλάκα του να υμνηθεί όχι σαν τραγικός ποιητής αλλά ως Μαραθωνομάχος, έτσι κι εγώ να απαιτήσω να με τιμήσουν (αν θέλουν να με τιμήσουν) όχι σαν φιλόσοφο, αλλά σαν δάσκαλο». Αν επιχειρούσαμε να ξεχωρίσουμε μια φράση του μεγάλου αυτού δασκάλου και ιδεαλιστή η οποία να συνοψίζει τη δράση του στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού, τότε μάλλον αυτή θα ήταν η ακόλουθη: «Εκείνο που πραγματικά αξίζει είναι όχι το να πληροφορηθεί κανείς και να αποδεχθεί λύσεις, όσο να προχωρήσει στις δικές του». Με λίγα λόγια δηλαδή να χαράξει καθένας το δικό του μονοπάτι και να τολμήσει, όπως τόλμησε και τελικά κατάφερε κι εκείνος να εμπνεύσει χτίζοντας τις βάσεις για την αναμόρφωση της Ελληνικής Παιδείας και αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στην πνευματική και πολιτιστική σφαίρα  της χώρας μας.  




Επιμέλεια: Ιωάννα Μπίθα

Πηγές: logomnimon , grandlodge , spetsiotoubloge-keimena , mikrokellarilblog , odosblog 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου