Λίγες μέρες πριν το καλοκαίρι χρειαζόταν ένα πρόσωπο δροσερό και
ανάλαφρο. Κατάλληλη γι’ αυτό η Γαλλίδα ηθοποιός, ελληνικής καταγωγής, Αντέλ Εξαρχόπουλος,
η οποία γεννήθηκε το 1993 και έχει ήδη κερδίσει το βραβείο του Χρυσού Φοίνικα,
ενώ έχει αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον του κοινού με την ομορφιά, το ταλέντο και
το ταμπεραμέντο της, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Στα εννιά της χρόνια πρωτοεμφανίστηκε
στο θέατρο, στα 13 στην τηλεόραση κι ύστερα στον κινηματογράφο. Πλέον, αναρωτιούνται για το μέλλον της.
Μία από τις ιστορίες που έχει γίνει ευρέως γνωστή είναι εκείνη που αφορά
τον Έλληνα προπάππου της, η οποία όπως υποστηρίζει, είναι όντως αληθινή. «Ο προπάππους μου ήταν πυγμάχος και ήρθε στη Γαλλία για έναν αγώνα.
Γνώρισε τη προγιαγιά μου και έμεινε. Μέχρι που μια μέρα είπε ότι πάει να
αγοράσει ένα ψητό κοτόπουλο και κανείς δεν τον ξαναείδε.»
Ελληνικά δε γνωρίζει, αλλά
επισκέφτηκε την Ελλάδα σχετικά πρόσφατα. «Η Ελλάδα μου φέρνει στο
μυαλό κάτι γλυκό, απαλό.» Από το ταξίδι όμως στην Ελλάδα θα μεταφερθούμε στην
πορεία της καριέρας της. «Ακόμη στο ξεκίνημα
είμαι, αν και βρέθηκα σε σχολή υποκριτικής από πολύ μικρή, ύστερα από επιλογή
των γονιών μου. Εκεί κατάλαβα ότι μου άρεσε να παίζω ρόλους, σαν χόμπι φυσικά,
ώσπου το πράγμα σοβάρεψε. Πρώτα ήρθε το θέατρο, αλλά η εμπειρία της κάμερας
είναι πιο γοητευτική. Αυτό πάντως που μου αρέσει περισσότερο σε αυτήν τη
δουλειά είναι ότι σου επιτρέπει να ζεις διαφορετικές ζωές και όσο πιο
συναρπαστικές είναι αυτές τόσο μεγαλύτερες προκλήσεις κρύβουν. Είναι κάτι το οποίο
φαντάζεσαι όταν πρωτοξεκινάς, αλλά σίγουρα τρομάζεις όταν τις βλέπεις μπροστά
στα μάτια σου. Μετά την ¨Αντέλ¨ είμαι λιγότερο φοβισμένη, αλλά έχω πολύ δρόμο
ακόμα για να νιώσω κάποια σιγουριά.»
Ο
προαναφερόμενη ταινία, ¨Η Ζωή της Αντέλ¨ ή ¨Blue is the Warmest Color¨
ήταν εκείνη που της έδωσε το βραβείο και την ευρύτατη φήμη, παράλληλα όμως, και
τις αντιφατικές αντιδράσεις γύρω από το πρόσωπό της, εξαιτίας των ερωτικών
σκηνών. Αυτό δε φάνηκε να την επηρεάζει. «Δεν μετανιώνω. Δεν θέλω να λυπάμαι για πράγματα που έκανα. Ότι έκανα
έγινε συνειδητά.»
Ο σκηνοθέτης του
έργου, Αμπντελατίφ
Κεσίς, άλλαξε το όνομα της πρωταγωνίστριας του βιβλίου, απ’ όπου και
προέρχεται η ταινία, δίνοντας το όνομα της νεαρής ηθοποιού, επιλογή την οποία
και εξηγεί. «Όταν ψάχνεις να βρεις έναν
ηθοποιό για το ρόλο τον οποίο έχεις γράψει, θέλεις αυτός να ταιριάζει στις
προδιαγραφές που έχεις στο νου σου. Όταν όμως τον βρεις, κάνεις κι εσύ βήματα
προς αυτόν. Έτσι ο ρόλος της Κλεμεντίν προσαρμόστηκε ως ένα σημείο στην
Εξαρχόπουλος κι εκείνη μπήκε τόσο βαθιά στο χαρακτήρα, που τον μεταμόρφωσε σε
Αντέλ. Η αλλαγή ονόματος ήταν κάτι ουσιαστικό, λοιπόν, όχι ένα απλό τρικ.»
Οι
σχέσεις ηθοποιών και σκηνοθέτη συζητήθηκαν έντονα, καθώς οι δηλώσεις τους παρουσίαζαν
μία ιδιαίτερη ποικιλία. «Κάποιες φορές, στο γύρισμα, ένιωθα ότι
τον μισώ τον Αμπντέλ. Σε κάνει να νιώσεις πράγματα
που ούτε καν ήξερες ότι υπάρχουν. Δεν ξέρεις ότι μπορείς να νιώσεις έτσι. Ήταν
στιγμές που του φώναζα, του έλεγα, γιατί με αναγκάζεις να σου δώσω τόσα πολλά,
όλη μου την οικειότητα, δεν είχα και την απόσταση για να πω, ηρέμησε, μια
ταινία είναι, μην υπερβάλλεις. Αλλά για μένα είναι ένας από τους πιο σπουδαίους
ανθρώπους στο σινεμά και στον κόσμο. Οπότε δεν μπορείς παρά να αφεθείς στα
χέρια του.» Την αλήθεια, αν μας ενδιαφέρει, ίσως και να μη τη μάθουμε ποτέ.

0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου