Γιαννης Ριτσος

www.synenteuxis.gr
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1η Μαΐου 1909 στη Μονεμβάσια. Πάντα υπερηφανευόταν που ήρθε στον κόσμο την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και που αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της και να υμνήσει τους αγώνες της. Έγραφε από εσωτερική ανάγκη, έχοντας πλήρη συνείδηση της κοινωνικής και ανθρώπινης αποστολής που ανέθετε σ’εκείνον η τέχνη της Ποίησης. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σπουδαιότητα και τη διαχρονικότητα του έργου του και την τεράστια συμβολή του στον κόσμο της τέχνης.  Προτάθηκε 9 φορές για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το οποίο δεν κατάφερε να αποσπάσει. Ανάμεσα στα σημαντικότερα βραβεία τα οποία έλαβε συγκαταλέγονται το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» (1956) και το Βραβείο Ειρήνης Λένιν (1977) για το οποίο είχε πει πως ήταν πολύ πιο σημαντικό για εκείνον από το Νόμπελ.


«Η ποίηση είναι η μνήμη του μέλλοντος» έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος συνειδητοποιώντας τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της ποίησης και το χρέος του ποιητή προς τους συνανθρώπους του: «Σήμερα, αφουγκράζομαι τους ανήκουστους φθόγγους που δένονται μέσα μου σε μελωδίες. Τι σημασία έχει αν δεν το φτάσουμε εμείς κι αν δεν το τραγουδήσουμε; Είναι αρκετό να το μαντεύουμε. Πιστεύω πως μια μέρα θ' ακουστεί στην έκπληκτη πλάση κι αυτό με δυναμώνει. Τότε, το δικό μας μαραζιασμένο τραγούδι θα 'ναι σαν εφιάλτης στη μνήμη του μέλλοντος, μα πρέπει ν' αποτυπώσουμε το Σήμερα, για να μπορέσουν οι αυριανοί να καταλάβουν, με τη σύγκριση, το μεγαλείο της απόκτησής τους». Ήταν αντίθετος προς την καθαρή ποίηση, την οποία συχνά ειρωνευόταν γιατί θεωρούσε πως δεν επιτελεί κάποιο έργο και πως δεν συμβάλλει στην κοινωνική εξέλιξη. Αντιθέτως, υπήρξε θερμός υποστηρικτής μια ποίησης κοινωνικής και στρατευμένης: «Το κύρος του Μαγιακόφσκι στάθηκε μία έμπρακτη απόδειξη της αξίας της κοινωνικής ποίησης κι ένα αποστομωτικό επιχείρημα για τη δυνατότητα ύπαρξης μιας καθαρά κοινωνικής, ιδεολογικής κι ακόμη περισσότερο, κομματικής ποίησης».Η ποίησή του ήταν πράγματι στρατευμένη όχι όμως τυφλά φανατισμένη. Ο ίδιος μέσα από τα έργα του εξέφραζε τα ιδανικά του, επιχειρούσε να μορφοποιήσει το κοινωνικό συναίσθημα, να χαρίσει ευφορία και να αφυπνίσει : «Σκοπός της τέχνης είναι να δημιουργεί δημιουργούς. Οι μαρξιστές αισθητικοί είπαν πως οι ποιητές είναι οργανωτές του κοινωνικού αισθήματος. Καταλαβαίνετε πόση μεγάλη είναι η επίδραση. Όχι μονάχα απηχεί, όχι μονάχα αντανακλά τα γενικότερα κοινωνικά αισθήματα, αλλά τα οργανώνει. Τους δίνει μορφή. Τους δίνει κατεύθυνση. Έτσι λοιπόν, όταν διαβάζεις κάτι, δεν είναι οι ωραίες λέξεις που σε συγκινούν. Είναι κάτι που δονείται μέσα σ’αυτούς τους στίχους. Ο Erhenburg είχε πει ότι η πρόζα απευθύνεται στον εγκέφαλο. Η ποίηση απευθύνεται στην ευαισθησία του ανθρώπου. Όταν διαβάζουμε κάτι, μας ξυπνάνε μνήμες, αισθήματα, συγκινήσεις, εντυπώσεις. Βλέπουμε τοπία, ανθρώπους, γυναίκες, παιδιά. Όταν όλα αυτά μας παρουσιάζονται σαν μια πληθώρα μορφών και εικόνων που μας δίνουν ένα συναίσθημα ευφορίας , τότε ο ποιητής έχει πετύχει. Όπως έλεγε ο δικός μας αισθητικός Παπανούτσος: “δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ούτε το κίνητρο, αλλά ούτε και το σκοπό της τέχνης”. Ξέρουμε μόνο το αποτέλεσμά της. Το αποτέλεσμα ενός καλού έργου τέχνης είναι να μας δίνει ένα συναίσθημα ευφορίας. Να θέλουμε κι εμείς κάτι να φτιάξουμε. Να θέλουμε ν’αγαπήσουμε και να θέλουμε ν’αγαπηθούμε. Ίσως αυτό ακριβώς το συναίσθημα να είναι το μεγάλο κίνητρο της επαφής ανάμεσα σ’όλους μας».

Για το Ρίτσο η ποίηση δεν χωριζόταν σε υποκατηγορίες, ούτε είχε όρια. Ήταν απέραντη. Αποτελούσε αποτύπωση της ιστορίας και του μόχθου κάθε λαού, ήταν ένα μέσο αντίστασης: «Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν' αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ' αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη σώμα με σώμα με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο, δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ' αυτήν τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο "αταξικό γαλάζιο"». Στην ποίησή του δεν χωρούσαν περιορισμοί. Έγραφε διαχρονικά και αθάνατα έργα, τα οποία αντιλαμβανόταν ως ένα είδος πνευματικής διαιώνισης : «Η ποίηση είναι μια απέραντη περιοχή, δεν είναι περιορισμένη είτε ιστορικά είτε κοινωνικά. Η ποίηση είναι ταυτόχρονα χρονική και διαχρονική. Απευθύνεται στον κόσμο και απευθύνεται στους αιώνες και εκφράζει τη βαθύτατη επιθυμία όλων μας να προεκτείνουμε τα όρια της θνητότητάς μας, μέσα σε κάποια περιοχή της αθανασίας. Όλοι οι άνθρωποι αυτό κάνουν. Έχουν βασικά δύο ένστικτα, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και το ένστικτο της διαιώνισης. Να συντηρηθούμε, να διατηρηθούμε, να διαιωνιστούμε, όχι μόνο φυσικά με την παραγωγή τέκνων, αλλά και πνευματικά , με την παραγωγή έργων πνευματικών».

Ο μεγάλος ποιητής δημοσίευσε περισσότερες από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα και τέσσερα θεατρικά έργα. Πηγή της έμπνευσής του δεν ήταν άλλη, από την ίδια τη ζωή. Επέλεγε στιγμές και τους χάριζε ποιητική αθανασία: «Τα ερεθίσματα για τη γραφή μου; Είναι άπειρα. Όπως ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να αναπνέει και ποτέ δεν αναρωτιέται “αναπνέω για να ζήσω;”… όχι, αναπνέω γιατί δεν μπορώ να μην αναπνέω. Έτσι κι ο ποιητής γράφει. Όχι για να κερδίσει δόξα, όχι για να κερδίσει επιτυχία ή φήμη αλλά επειδή δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Έτσι, εφόσον λοιπόν είναι τόσο απέραντη η ποίηση, εφάπτεται με το απέραντο της ζωής και δεν υπάρχει λόγος να πούμε ποια είναι τα κίνητρα, ποια τα ερεθίσματα... Κάθε στιγμή είναι ερέθισμα, κάθε στιγμή για την ποίηση έχει τόση μεγάλη διάρκεια, όσο μια αιωνιότητα». Αισθανόταν τη συγγραφή σαν μια εσωτερική ανάγκη, η οποία είχε ως στόχο την ομόνοια και την αδελφοποίηση των ανθρώπων και των λαών: «Πώς γράφω; Δεν ξέρω κι εγώ πώς γράφω... απλώς γράφω γιατί δεν μπορώ να μην γράφω. Θυμάστε τι είπε ο Ρίλκε σε έναν νέο ποιητή που του έθεσε τα γραπτά του υπό την κρίση του; Τον ρώτησε: “Δάσκαλε, κοίταξε τα γραπτά μου και πες μου, αξίζει τον κόπο για να συνεχίσω;”. Και ο Ρίλκε του απάντησε: “Ρώτησε τον εαυτό σου, αν δεν γράψεις θα πεθάνεις; Και τότε να αρχίσεις να γράφεις χωρίς να ρωτάς κανέναν” . Έτσι λοιπόν η γραφή της ποίησης δεν είναι ένα πάρεργο, δεν είναι ένα χόμπι. Είναι μια βαθύτατη αναγκαιότητα, κι όχι προσωπική αλλά καθολική αναγκαιότητα, δηλαδή όλων των ανθρώπων. Είναι η ανάγκη της επαφής, της επικοινωνίας, της μετάδοσης μια βαθύτερης εμπειρίας και της δημιουργίας ενός πλατύτατου κλίματος αδελφοσύνης πέρα από τις διαφορές, πολιτικές , ιδεολογικές, , παραδοσιακές, θρησκευτικές, φυλετικές. Η ποίηση είναι εκείνη που παραμερίζει εκείνα τα στοιχεία που χωρίζουν τους ανθρώπους, ανακαλύπτει και αναδεικνύει αυτά τα στοιχεία που τους ενώνουν. Γι’αυτό η λειτουργία της έχει μια εξαιρετικά μεγάλη κοινωνική σημασία και όπως έχουν πει μεγάλοι αισθητικοί “οι ποιητές είναι οι οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος”. Κι ακόμη, κάποιοι άλλοι έχουν πει ότι “οι ποιητές είναι οι αρχιτέκτονες της ανθρώπινης ψυχής”».

Από το 1947-1952 ο Ρίτσος είχε φυλακιστεί για την πολιτική του δράση, ενώ την περίοδο της χούντας βρέθηκε εξόριστος στη Γυάρο, τη Λέρο και τη Σάμο (1967-1974) καταλήγοντας αργότερα σε κατ’οίκον περιορισμό στην Αθήνα. Στα έτη αυτά συνέλεξε συγκλονιστικές εμπειρίες για τις οποίες όμως δεν αισθανόταν μίσος, αλλά ευγνωμοσύνη: «Με επηρέασαν τα πάντα. Γιατί, όπως κάθε καλλιτέχνης, έτσι κι εγώ, είχα μια τεράστια αδηφαγία. Ο ποιητής είναι ένας τρομερός δέκτης, τρομερά ευαίσθητος, που απορροφά δυνάμεις από παντού και το θεωρεί κάτι πολύ δικό του… Εγώ, χρωστώ ευγνωμοσύνη σε όλους εσάς, χρωστώ ευγνωμοσύνη κάποτε ακόμα και στους αντιπάλους μου, στους εχθρούς μου, που με το να με εξορίσουν, με το να με φυλακίσουν, έζησα πάρα πολλά πράγματα, που δεν μπορούσα να διανοηθώ, που δεν μπορούσε να συλλάβει η φαντασία μου». Αναφερόμενος στα χρόνια που πέρασε στη φυλακή και την εξορία είχε αποκαλύψει πως η μόνη ασχολία που είχε και που χάριζε ελπίδα ήταν η ζωγραφική πάνω σε πέτρες. Αυτή η ασχολία έδινε κίνητρο σε εκείνον και τους γύρω του να ελπίζουν και τον έφερε πιο κοντά στην συνειδητοποίηση της αξίας της τέχνης: «Διάλεγα πέτρες που είχαν γλυπτικές επιφάνειες και ό,τι μου υπαγόρευε η πέτρα με τα γλυπτά αυτά στοιχεία, το ζωγράφιζα. Αυτό κράτησε χρόνια και χρόνια, μετά την εξορία και όταν ήμουν σε κατ’οίκον περιορισμό. Έτσι, στην περίοδο της εξορίας οι πέτρες ήταν φιλικές προσφορές που μας έδιναν τη χαρά να μπορούμε να εκφραστούμε. Οι παραστάσεις που έφτιαχνα δεν ήταν ενοχοποιητικές και έτσι δεν τις κατέστρεφαν. Έφτιαχνα ωραία πρόσωπα, νεανικά, κοριτσιών και αγοριών και πολλά γυμνά. Το ανθρώπινο σώμα, παραθέτοντας στην αγριότητα, στη σκληρότητα, στη βία, στην αδικία , στην πίεση την πίστη ότι υπάρχει ο έρωτας, υπάρχει η ομορφιά, υπάρχει η ζωή. Δεν καταλάβαιναν πως με αυτό τον τρόπο έκανα την αντίστασή μου, τη μάχη μου, και μάλιστα την πιο αποτελεσματική, γιατί δεν άφηνα τους ανθρώπους να απελπιστούν.  Η ομορφιά στις πέτρες αυτές έδειχνε πως, παρ’όλα αυτά, η ζωή αξίζει να τη ζήσουμε και αξίζει να πολεμήσουμε, να αγωνιστούμε για να τη φτιάξουμε καλύτερη και να την χαίρεται όλος ο κόσμος. Αυτή ήταν πάντοτε η προσπάθειά μου, είτε το ήξερα είτε δεν το ήξερα, είτε το ήθελα είτε δεν το ήθελα. Αυτή ήταν η προσπάθειά μου, η λειτουργία της τέχνης μου».


Η ζωγραφική αποτελούσε μια από τις αγαπημένες του ασχολίες από τότε που ήταν μικρός, σε συνδυασμό με τη μουσική και φυσικά την ποίηση. Η μια τέχνη βοηθούσε, βέβαια, την άλλη, όμως η ποίηση ανέκαθεν ξεχώριζε: «Η ζωγραφική ήταν μια από τις μεγάλες μου αγάπες από τα παιδικά μου χρόνια. Μοιραζόμουν ανάμεσα στην ποίηση, στη ζωγραφική και στη μουσική. Η ζωγραφική ήταν για εμένα σαν πάρεργο και λέγοντας για μια τέχνη πως την έχεις σαν πάρεργο, θα πει πως δεν έχεις αγαθές σχέσεις με αυτή την τέχνη, γιατί κάθε τέχνη απαιτεί μια απόλυτη αφοσίωση, μια απόλυτη αποκλειστικότητα. Ωστόσο όμως, η μια τέχνη δανείζει πολλά πράγματα στην άλλη. Η μουσική το ρυθμό, η ζωγραφική την εικόνα, ο χορός την κίνηση. Όλα αυτά λοιπόν ήρθαν να βοηθήσουν την κύρια μου απασχόληση, δηλαδή την ποίηση και είδα ότι είχα κάνει, χωρίς να το ξέρω και χωρίς να το θέλω, μια σωστή επιλογή, γιατί χρόνια ολόκληρα όντας εξόριστος μια τετραετία από το ’48 ως το ’52 και ύστερα από το ’67 έως το ’72, αν ήμουν ζωγράφος, πώς θα μπορούσα να προμηθευτώ όλα αυτά τα υλικά ώστε να μπορέσω να εξακολουθήσω τη δουλειά μου; Αν ήμουν μουσικός πώς θα μετέφερα το βιολί ή ένα πιάνο ή οτιδήποτε άλλο; Ενώ στην ποίηση  με ένα τόσο δα χαρτάκι κι ένα μικρό μολύβι μπορούσες να κάνεις ό,τι θέλεις. Κι όταν ακόμη στο απαγόρευαν, μπορούσες να δουλέψεις παντού. Έτσι, αισθάνομαι μια ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη για αυτή την ασύνειδη επιλογή που είχε γίνει στα παιδικά μου χρόνια». 

Ο Γιάννης Ρίτσος για τον οποίο ο Παλαμάς είχε πει την ιστορική φράση «παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις»,  απεβίωσε στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Τα έργα του, μολονότι στρατευμένα ή και κομματικά, διαβάζονται ευρέως έως σήμερα και ξεχωρίζουν για την υψηλή αισθητική τους ενώ εκείνος μνημονεύεται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης.  




Επιμέλεια: Ιωάννα Μπίθα


Πηγές: 
ritsosgiannis , youtube1 , youtube2 , youtube3 , youtube4 youtube5


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου