Νικος Χατζηκυριακος - Γκικας

«Χρώματα ανοιχτά και χρώματα σκούρα, τα μεν τρυφερά, τα δε αυστηρά, χρώματα βαθιά και χρώματα της επιφάνειας, χρώματα ζωηρά και μουντά, άυλα και στερεά, διαφορετικής εντάσεως, διαφορετικού πάχους και διαφορετικού πάθους», αυτά ήταν τα χρώματα που γέμιζαν την παλέτα του μεγάλου ζωγράφου,  Νίκου Χατζηκυριάκου- Γκίκα, ο οποίος ήταν παράλληλα γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας και καθηγητής στην Αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ.



   Ξεκίνησε να ζωγραφίζει όταν ήταν ακόμα παιδί και  οι γονείς του, αναγνωρίζοντας το μεγάλο του ταλέντο, τον έστειλαν να μαθητεύσει δίπλα στον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική, τα σχήματα και τα χρώματα εκδηλώθηκε, όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει, παρατηρώντας ένα... χαλί :  
"Παίζαμε βόλους με τον ξάδελφό μου και για τούτο είχαμε διαλέξει το μεσαίο χαλί, που τα σχέδιά του έκαναν οκτάγωνα για να βάλουμε τους βόλους. Εκεί, επάνω στο παιχνίδι, έμεινα μερικές στιγμές ακίνητος, κοιτάζοντας προσεκτικά το χαλί. Και τότε μόνο γεννήθηκε μέσα μου και σιγά-σιγά μου επιβλήθηκε η ιδέα ενός χρώματος. Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο".

    Ακολούθησε σπουδές γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εν συνεχεία μετέβη στη Σορβόννη όπου ξεκίνησε, παράλληλα με τις σπουδές του, να παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής και αισθητικής: «Ήταν το 1919, αμέσως μετά την ανακωχή. Φοιτούσα στο σχολείο Janson de Sailly. Κατείχα τη γαλλική γλώσσα αλλά η αλλαγή περιβάλλοντος και παραστάσεων ήταν μεγάλη για μένα. Δεν μπορούσα να συνηθίσω την έλλειψη φωτός στο Παρίσι. Συνέκρινα τον καιρό της γαλλικής πρωτεύουσας με όλες αυτές τις υπέροχες ηλιόλουστες ημέρες στην Ελλάδα. Ο καιρός στο Παρίσι ήταν συνήθως βροχερός, γκρίζος, ακόμη και τα κτίρια μου φαίνονταν "μαύρα" ­ εγώ ήμουν συνηθισμένος σε λευκά κτίρια. Στο Παρίσι όμως υπέστην το πρώτο σοκ ερχόμενος σε επαφή με τη σύγχρονη ζωγραφική». Η ένταξη στο νέο τόπο διαμονής ήταν αρκετά δύσκολη, όμως, ένας πίνακας που είδε μια μέρα, έμελλε να τον σημαδέψει και να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο ζωγράφιζε: «Περνούσα μια μέρα μπροστά από μια αίθουσα τέχνης που ονομαζόταν "La Galerie Bernheim Jeune" και ξαφνικά βλέπω έναν πίνακα που με καθήλωσε κυριολεκτικά. Δεν ήμουν συνηθισμένος να βλέπω τέτοια ζωγραφική, το σοκ ήταν τρομερό. Κοίταζα για ώρα αυτό τον πίνακα. Ήταν του Ματίς. Στο τέλος συνειδητοποίησα ότι αυτό που με σόκαρε ήταν το ότι ο ζωγράφος είχε αφαιρέσει την "επιδερμίδα των πραγμάτων" και έδειχνε το εσωτερικό και το θέμα όπως ήταν: δύο γυναίκες, η μία πιο ηλικιωμένη από την άλλη, και οι δύο ντυμένες στα μαύρα, καθισμένες σε πολυθρόνες από λυγαριά, σε έναν κήπο της πόλης. Η μία από τις δύο φορούσε στον λαιμό της ένα ρουμπίνι. Αργότερα έμαθα ότι ήταν η κόρη του Ανρί Ματίς. Όταν πρωτοείδα τον πίνακα δεν γνώριζα καν τον Ματίς. Ο πίνακας όμως μου εντυπώθηκε, άλλαξε τον τρόπο που έβλεπα τα πράγματα. Έχω αφηγηθεί αυτή την ιστορία πολλές φορές, την έχω γράψει κιόλας. Ακόμη και όταν χρόνια αργότερα ξαναείδα τον πίνακα στο Λονδίνο σε μια αναδρομική έκθεση του Ματίς που έγινε στην Hayward Gallery, σοκαρίστηκα».

   Βασικότερες επιρροές του Χατζηκυριάκου-Γκίκα υπήρξαν ο Ματίς και ο Πάμπλο Πικάσο, ο πατέρας του ρεύματος στο οποίο εντάχθηκε, δηλαδή του κυβισμού: «
Το ύφος μου ήταν πιο συμβατικό, ήμουν επηρεασμένος από την Αναγέννηση. Το βάπτισμά μου στη μοντέρνα ζωγραφική το οφείλω στον Ανρί Ματίς. Επηρεάστηκα και από τον Πικάσο στη συνέχεια. Με γοήτευε βαθιά για πολλά χρόνια . (...) Στο τέλος, όμως, έπαψα να επηρεάζομαι από τον Πικάσο και ξαναγύρισα στον Ματίς. Παράξενη εξέλιξη, γιατί πρόκειται για δύο ζωγράφους εντελώς διαφορετικούς. Ο Πικάσο είναι μεσογειακός, άνθρωπος του Νότου. Θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω κλασικό. Αντίθετα ο Ματίς, παρ' ότι ήταν άνθρωπος του Βορρά, είναι πιο "πολύχρωμος". Το χρώμα στον Ματίς κατέχει μια θέση εντελώς ξεχωριστή. Το χρώμα στον Πικάσο είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Ο Πικάσο, δηλαδή, δεν είναι κολορίστας, δεν ενδιαφέρεται για το ίδιο το χρώμα όσο για την εφαρμογή του. Του λείπει η λεπτότητα, η φινέτσα του Ματίς. Ο Ματίς είναι απολύτως πρωτότυπος ως προς το χρώμα. Από την άλλη, ο Ματίς δεν είναι ένας διανοούμενος ζωγράφος. Είναι ένας ζωγράφος αυθόρμητος. Ο  Πικάσο σε όλη του τη ζωή άλλαζε στρατόπεδο· εγκατέλειπε αυτό που έκανε, όχι για να αρχίσει κάτι, αλλά για να μπει σε μια άλλη περίοδο, στη γαλάζια περίοδο, στην κόκκινη περίοδο, στην κυβιστική περίοδο. Όλες αυτές οι περίοδοι στο έργο του είναι διαφορετικές και έχουν ελάχιστη σχέση μεταξύ τους. Ο Ματίς αντίθετα διατηρεί πάντα την ίδια σχέση με όλο το έργο του».
  
    Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας έζησε την εκρηκτική περίοδο των ανατρεπτικών κινημάτων στο Παρίσι του 1920 και 1930. Τα γεγονότα αυτών των δεκαετιών τον επηρέασαν σημαντικά, όμως, τελικά, αναζήτησε την πηγή της έμπνευσής του στην Ελλάδα συνταιριάζοντας το ελληνικό τοπίο με το ευρωπαϊκό: «Με ενδιαφέρει η Ελλάδα σε συνδυασμό με τον ιστορικό Ελληνισμό, δηλαδή με τη βυζαντινή τέχνη, με τη νεοκλασική τέχνη και την αρχαία τέχνη», συνήθιζε να λέει. Μάλιστα, ο Οδυσσέας Ελύτης, με τον οποίο διατηρούσαν στενή φιλική σχέση είχε για πει για εκείνον ότι «το ένστικτο του Έλληνα νησιώτη λειτουργούσε με ασφάλεια μέσα στα ξανοίγματα του κοσμοπολίτη Ευρωπαίου». Πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ελλάδα, έχει κατά κοινή ομολογία ο ήλιος. Έτσι, το φως δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τα έργα του μεγάλου ζωγράφου, στα οποία κατείχε επίσης κυρίαρχο ρόλο: «
Το φως πλάθει και ανιχνεύει τα αντικείμενα. Χαράσσει στο έδαφος τα ακριβή όρια ανάμεσα στο φωτεινό και το σκοτεινό. Ανάβει αιφνιδιαστικές πυρκαγιές χρωμάτων ή, αντίθετα, καταβροχθίζει κάθε υπερβολικό χρώμα μέσα από πολύ έντονες αντιθέσεις».


   Η πολυσχιδής προσωπικότητά  του σύντομα τον ώθησε να ξεφύγει από τα όρια της ζωγραφικής και να επεκταθεί στο χώρο της αρχιτεκτονικής. Άλλωστε, όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές, η τέχνη είναι απέραντη κι ένας αληθινός καλλιτέχνης μπορεί εύκολα να μετακινείται μέσα στην απεραντοσύνη της και να δημιουργεί. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον Χατζηκυριάκο- Γκίκα : «Είμαι ολοκληρωμένος άνθρωπος. Δεν είμαι μονομερής. Δεν είμαι για μία μόνο δουλειά. Γιατί η καλλιτεχνία είναι μια έννοια που περιλαμβάνει όλες τις τέχνες». Πώς αποφάσισε λοιπόν ο μεγάλος ζωγράφος να στραφεί  στην αρχιτεκτονική; «Η ιδέα γεννήθηκε από το πάθος που είχα για τον αρχιτεκτονική, για τα ερείπια, τα αρχαία ερείπια για παράδειγμα. Για μένα η πολεοδομία ήταν μια τέχνη κορυφαία, ήταν η σημαντικότερη σε σύγκριση με τις άλλες, η τέχνη που συνδύαζε τα πάντα. Χάρη στην αρχιτεκτονική μπορείτε να έχετε στοιχεία γλυπτικής, ζωγραφικής, μπορείτε να έχετε ένα σωρό πράγματα. Δεν μπορεί να υπάρχουν τοιχογραφίες χωρίς να υπάρχει αρχιτεκτονική, δεν μπορεί να υπάρχουν διασκορπισμένα γλυπτά σε κομμάτια αρχιτεκτονικής χωρίς αρχιτεκτονική. Είναι από τις κυριότερες τέχνες, μια τέχνη που περιλαμβάνει όλες τις άλλες. Με άλλα λόγια, χάρη στην αρχιτεκτονική έχουμε τις τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου, της Πομπηίας και τόσες άλλες που χάθηκαν. Η αρχιτεκτονική έρχεται από την αρχαιότητα, έρχεται από το παρελθόν. Δείτε για παράδειγμα τον Παρθενώνα: ήταν καλυμμένος με χρώμα, υπήρχαν αγάλματα ­. Όλα αυτά σήμερα δεν υπάρχουν». Πολύ σύντομα, το πάθος και το ταλέντο του για την αρχιτεκτονική ξεκίνησε να το αξιοποιεί στα σπίτια του: «Εφτιαξα ένα σπίτι στην Κέρκυρα, όπου σχεδίασα  τους κήπους και τους χώρους που το περιέβαλλαν, τις εσωτερικές αυλές και τους τοίχους των κήπων. Πίστευα ότι έχω ταλέντο, ίσως γι' αυτό αγαπούσα την αρχιτεκτονική, ίσως γι' αυτό μου άρεσε ο Λε Κορμπυζιέ». Ξεχωριστή στιγμή στην αρχιτεκτονική καριέρα του υπήρξε η συμμετοχή του στη δημιουργία της Χάρτας της Ελλάδας: «Μια μέρα ο Λε Κορμπυζιέ μου ανακοίνωσε ότι σκόπευε να πάει στη Μόσχα για να δημιουργήσει τον Χάρτη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, τους νόμους της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, και τότε του είπα: "Μα τι θα κάνετε στη Μόσχα; Γιατί δεν έρχεστε στην Ελλάδα, τη χώρα της αρχιτεκτονικής, όπου θα βρίσκομαι και εγώ;". Ο Λε Κορμπυζιέ λοιπόν πρότεινε στους άλλους να αλλάξουν το πρόγραμμα και αντί να πάνε στη Μόσχα κατέληξαν στην Ελλάδα. Εδώ έφτιαξαν τη Χάρτα των Αθηνών, τη συνέταξαν στο πλοίο που τους έφερε από τη Μασσαλία στον Πειραιά το οποίο λεγόταν "Patrice ΙΙ". Με αυτό ταξιδέψαμε. Ηταν μαζί μας οι αρχιτέκτονες Μπαντοβιτσί, Λυρσά, ο αδελφός του ζωγράφου και άλλοι. Ο Λε Κορμπυζιέ έδωσε μάλιστα στη συνέχεια δύο διαλέξεις στο Πολυτεχνείο. Κατόπιν επιβιβαστήκαμε σε ένα μεγάλο ιδιωτικό σκάφος και κάναμε τον γύρο των νησιών. Το ταξίδι είχε μεγάλη επιτυχία γιατί τους έδωσε την ευκαιρία να δουν την αρχιτεκτονική των νησιών και να εμπνευστούν από αυτήν. Ο Λε Κορμπυζιέ μάλιστα μιμήθηκε την αρχιτεκτονική της Σαντορίνης στην κατασκευή του σπιτιού του στο Παρίσι».

 
  Η τρίτη τέχνη με την οποία ασχολήθηκε για πολλά χρόνια ήταν η διδασκαλία. Συγκεκριμένα, το 1941 εκλέχθηκε καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ,  το 1982 επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1987 επίτιμο μέλος της βρετανικής "Royal Academy of Arts" και, τέλος, το 1991 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο ρόλος του δασκάλου ομολογούσε πως αποδεικνυόταν αληθινά παραγωγικός για εκείνον, καθώς του έδινε τη δυνατότητα να παραμένει για πάντα μαθητής: «Ακόμη και σήμερα μαθαίνω, κι από παιδιά ακόμη. Η προσωπικότητά μου, εν αντιθέσει προς άλλων, που ίσως να τους φώτισε το Άγιον Πνεύμα απευθείας και από κούνια, διαμορφώθηκε σταδιακά». Στα αμφιθέατρα, εκτός από μαθήματα αρχιτεκτονικής ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης συνήθιζε να δίνει και μαθήματα ζωής. Πολύ συχνά, παρακινούσε και συμβούλευε τους φοιτητές του να διατηρούν και να καλλιεργούν τη μοναδικότητά τους και να μην καταφεύγουν στον μιμητισμό: «Οταν ψάχνεις την προσωπικότητα, τη χάνεις. Γι΄ αυτό υπάρχουν τόσες μιμήσεις, ιδίως όταν είναι κανείς νέος: είναι προσπάθειες που αποσκοπούν στο να αποκτήσει κανείς οπωσδήποτε την προσωπικότητα που δεν πρόφτασε ακόμη να διαμορφώσει μόνος         του».



 Ο Χατζηκυριάκος- Γκίκας, που ο Οδυσσέας Ελύτης συνήθιζε να αποκαλεί «συγχρονισμένο αιώνιο», απεβίωσε την 3η Σεπτεμβρίου 1994 και μνημονεύεται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της περίφημης γενιάς του ’30. Συνολικά πραγματοποίησε περισσότερες από 50 εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και αν είστε λάτρεις της τέχνης, τότε μπορείτε να ανιχνεύσετε και να εντοπίσετε τα έργα του στα εξής μέρη:
Musée d’art moderne του Παρισιού, στην Tate Gallery του Λονδίνου, στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης. Αν πάλι βρίσκεστε στην Αθήνα, τότε αξίζει να επισκεφτείτε το σπίτι στο οποίο διέμενε και δημιουργούσε, το οποίο δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη μαζί με ολόκληρη την προσωπική του συλλογή. Το μεγάλο αυτό δώρο που άφησε πίσω του το 1991, σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο και αποτελεί σίγουρα έναν ξεχωριστό προορισμό αν αγαπάτε την τέχνη και θέλετε να γνωρίσετε καλύτερα τον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη.

Για περισσότερες πληροφορίες  πατήστε  εδώ 



Επιμέλεια: Ιωάννα Μπίθα



Πηγές:  το βήμα1  , το βήμα2 , history-pages , in2life , lifo , parathyro , dreamideamachine , wikipedia  , benaki 



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου