Baz Luhrmann- Άρης Μπερλής

Ο «Υπέροχος Γκάτσμπυ» προβάλλεται στην επιβλητική οθόνη και ξανατραβά από το παρελθόν τον θρυλικό Φιτζέραλντ σέρνοντας παρέα ένα τσουβάλι αναμνήσεων. Ένα έργο, τρεις οπτικές γωνίες (συγγραφέα- μεταφραστή-σκηνοθέτη), και η επιλογή ανάμεσα στην ταινία και το βιβλίο, πάντα στα χέρια του κοινού. Εδώ θα ταξιδέψουμε στις δύο πιο σύγχρονες ¨εκφάνσεις¨ από τις τρεις. Σε εκείνη του σκηνοθέτη Μπαζ Λούρμαν (Baz Luhrmann Romeo + Juliet¨Moulin Rouge!¨,¨ Australia¨) και του Έλληνα κριτικού, δοκιμιογράφου και μεταφραστή του συγκεκριμένου έργου Άρη Μπερλή (έχει μεταφράσει επίσης, μεταξύ άλλων, έργα των: Άλεν Γκίνσμπεργκ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τζαίημς Τζόυς, Έμιλυ Μπροντέ, Έντγκαρ Άλαν Πόε). Δυστυχώς, αυτή την φορά τουλάχιστον, θα αφήσουμε τον ίδιο τον συγγραφέα να μιλήσει μόνο μέσα από τα στοιβαγμένα στο χαρτί του γράμματα, όπως κάνει από κάπου μακριά εδώ και χρόνια.
Αρχικά, λοιπόν,  ο σκηνοθέτης της ταινίας του 2013, αναφέρεται στη μουσική, που τόσο είχε απασχολήσει και τον μεγάλο συγγραφέα. «Ναι, μου αρέσει η μουσική. Προσπαθώ πάντα να δίνω έμφαση στον μουσικό ήχο των ταινιών μου, περνάω ατελείωτες ώρες στα στούντιο ηχογράφησης. Όμως εδώ, όλα οφείλονται τελικά στον ίδιο τον Φιτζέραλντ, γιατί είναι ο πρώτος συγγραφέας που ενέταξε την τζαζ μουσική και την αφροαμερικανική μουσική του δρόμου στην αμερικανική λογοτεχνία. Η τζαζ βρίσκεται στην καρδιά του “Υπέροχου Γκάτσμπυ”. Το ερώτημα ήταν πώς θα μπορούσε η τζαζ να αποκτήσει την αμεσότητα της δικής μας εποχής, να γίνει δηλαδή η μουσική της στιγμής σήμερα, όπως ήταν την εποχή που γράφτηκε το μυθιστόρημα». Αξίζει να σημειωθεί η μουσική της ταινίας αποτελεί ένα υπόδειγμα ¨συγκρητισμού¨ συνδυάζοντας ονόματα, όπως ο Κρεγκ Άρμστρονγκ οποίος συνέθεσε το πρωτότυπο μουσικό θέμα, ο Κόουλ Πόρτερ, ο Τζορτζ Γκέρσουιν, Λούις Άρμστρονγκ, Jay-Z, ενώ η ορχήστρα του Μπράιαν Φέρι παίζει τους Jazz Age σκοπούς κατά τη διάρκεια της ταινίας.
Όσο για τη διαχρονικότητα του έργου αναφέρει: «Ο Γκάτσμπυ είναι εμείς, είναι η εποχή μας, είναι το σήμερα και είναι το πού οδεύουμε.» και συνεχίζει «Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχε γίνει τρομοκρατική επίθεση στη Γουόλ Στριτ. Ήταν οι αναρχικοί και οι κομμουνιστές που το έκαναν. Την επομένη το χρηματιστήριο έπεσε κατακόρυφα. Μετοχές άρχισαν να πωλούνται σε ανθρώπους που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν άμεσα. Τότε ήταν η εποχή που δημιουργήθηκε το μότο ¨αγόρασε τώρα, πληρώνεις αργότερα¨. Μια ηθική ελαστικότητα.» Αυτό ακριβώς το στοιχείο αισθάνθηκε το 2003, όταν άκουσε το βιβλίο από μια ηχογραφημένη έκδοση. «Σας θυμίζω ότι είχε μόλις προηγηθεί η πτώση των Διδύμων Πύργων και ότι ο κόσμος ήταν ζαλισμένος και θολός. Σίγουρα, όμως, έβγαζε πολλά λεφτά. Νομίζω ότι εκείνη ακριβώς την εποχή ζούσαμε την αρχή της οικονομικής κρίσης που έμελλε να ξεσπάσει στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000. Το γεγονός ότι δεν κατάφερα να γυρίσω τον ¨Υπέροχο Γκάτσμπυ¨ τα χρόνια που το ήθελα δεν αίρει το στοιχείο της αμεσότητάς του ακόμη και στις μέρες μας.» Ο αφηγητής του έργου άλλωστε, Νικ Κάραγουεϊ, εργάζεται στη Γουόλ Στριτ. «Ξαφνικά το χρήμα – με το οποίο δεν έχω κανένα πρόβλημα– γίνεται ο στόχος και όχι το μέσο για να φτάσουμε σε έναν στόχο. Μας θυμίζει κάτι αυτό;»
Μιλώντας για τον βασικό ήρωα «Σημασία έχει αν είναι ένας καλός άνθρωπος». Δε μετρά τελικά, όπως αναφέρει, το πώς απέκτησε τα χρήματά του, αλλά το εσωτερικό κίνητρο που τα ξεπερνά. «Και, ναι, υπάρχει, γιατί ο έρωτας είναι η σπίθα της δημιουργίας του. Είναι μια γυναίκα» και προσθέτει «Ο Γκάτσμπυ είναι ο Αμερικανός Άμλετ! Είναι καταδικασμένος να καταλήξει στην τραγωδία. Γιατί τα ιδανικά του παραείναι μεγάλα. Δεν είναι τυχαίο που ο Φιτζέραλντ ήταν μεγάλος θαυμαστής του Τζόζεφ Κόνραντ. Ο Γκάτσμπυ θυμίζει πολύ τον Κουρτζ στην ¨Καρδιά του σκότους¨. Και το θέμα είναι ότι όπως ο Κουρτζ έτσι και ο Γκάτσμπυ τελικά δεν αλλάζει. Παραμένουν και οι δύο στο ύψος της ηθικής τους. Ο Κουρτζ γεννιέται και πεθαίνει με τον τρόμο στα χείλη του και ο Γκάτσμπυ γεννιέται και πεθαίνει με την Ντέιζι στα δικά του χείλη. Είναι εικονικοί ήρωες».
Μα η ιστορία γέλασε για μια ακόμη φορά ειρωνικά, καθώς το βιβλίο γνώρισε τη μεγάλη του επιτυχία μετά τον θάνατο του πατέρα-δημιουργού του και την απόλυτη απογείωσή του στο σήμερα. «Ξέρεις κάτι; Τη χρονιά που ο Φιτζέραλντ πέθανε, αγόραζε ο ίδιος αντίτυπα του Γκάτσμπυ μόνο και μόνο για να δείξει ότι το βιβλίο πουλούσε – κάτι που δεν ήταν αλήθεια. Δυστυχώς, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η επιτυχία ήρθε μετά τον θάνατο του δημιουργού. Ένιωσα κάπως περίεργα όταν έμαθα ότι μόνο την περασμένη εβδομάδα οι πωλήσεις του βιβλίου ήταν περισσότερες από το σύνολο των πωλήσεων όσο ο Φιτζέρλαντ ήταν ζωντανός! Αλλά δεν με πειράζει αυτό. Αντιθέτως, με κολακεύει που ακούω ότι πολύς κόσμος θα διαβάσει το βιβλίο επειδή είδε την ταινία. Γιατί αν ένα παιδί διαβάσει το βιβλίο επειδή είδε την ταινία, νιώθω ότι έχω καταφέρει κάτι πολύ μεγαλύτερο και πολύ πιο ουσιαστικό από μια κινηματογραφική επιτυχία. Τουλάχιστον έτσι θα ξέρω ότι δεν ήταν μια απόλυτη σπατάλη χρόνου». Με αυτά τα λόγια σβήνει η δική του συνέντευξη για να μεταφερθούμε στον τόπο τον δικό μας.
Στην Ελλάδα μεταφράστηκε το 2008 από τον Άρη Μπερλή, ο οποίος μίλησε για το μυθιστόρημα με αφορμή την προβολή της ταινίας. «Ανέκαθεν ήθελα να το μεταφράσω, από τότε που ήμουν έφηβος. Ευτυχώς που αξιώθηκα να το κάνω, έστω και σε μεγάλη ηλικία. Πάντα με γοήτευε το αραχνοΰφαντο της γραφής του Φιτζέραλντ και θα έρθω να συμφωνήσω με τον Χέμινγουεϊ που είχε πει ότι ¨το ταλέντο του ήταν τόσο φυσικό όσο τα σχέδια στα φτερά μιας πεταλούδας¨. Βέβαια, υπήρχε μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο συγγραφέων και θαρρώ πως ο Χέμινγουεϊ ζήλευε τον Φιτζέραλντ, ίσως γιατί κατά βάθος ήξερε ότι η μαεστρία του ήταν ασυναγώνιστη. Όσο για την ταινία, είχα αρχίσει ήδη να το μεταφράζω για τις εκδόσεις Άγρα όταν έμαθα τα νέα - κι αυτό ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο.»
Επιλέγει τον όρο ¨μεγάλος¨ για να αποδώσει το ¨great¨ στον κύριο Γκάτσμπυ, σε αντίθεση με το ¨υπέροχος¨ που χρησιμοποιήθηκε για την ταινία. «Μάλλον έχει να κάνει με τη γενικότερη χρήση του ¨Μεγάλου¨ - ακόμα και στη λαϊκή γλώσσα λέμε ¨Μεγάλε¨ για να δείξουμε τη σπουδαιότητα κάποιου. Οπωσδήποτε, όμως, ο Φιτζέραλντ κατάφερε να ολοκληρώσει ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, απόδειξη ότι ακόμα και ο ίδιος ο Τ.Σ. Έλιοτ είχε πει ότι  ¨είναι το πρώτο σημαντικό βήμα που έκανε το αμερικανικό μυθιστόρημα μετά τον Χένρυ Τζέιμς¨. Κατ' ουσίαν, όμως, πρόκειται για ένα κατεξοχήν λυρικό αφήγημα, γεγονός που εξηγεί τη διαφορετικότητά του. Ενώ δηλαδή στη λογοτεχνία ισχύει ο κανόνας που θέλει τον λογοτέχνη αντικειμενικό και ουδέτερο σε σημείο που ο Τζόυς έλεγε ότι πρέπει ¨να κοιτάζει τους ήρωες του κάπως ειρωνικά, ψαλιδίζοντας τα νύχια του¨, εδώ ο Φιτζέραλντ δείχνει να ευνοεί σε σημείο υπερβολικό τον πρωταγωνιστή του. Όλοι φαίνονται ανεπαρκείς μπροστά του, από τον Μπιουκάναν μέχρι τον αφηγητή. Αυτό εξηγείται επειδή η περιγραφή είναι λυρική και ποιητική και στον λυρισμό επιτρέπονται όλα, ειδικά η υποκειμενικότητα. Μέσα από τον Γκάτσμπυ ο Φιτζέραλντ ουσιαστικά γράφει και καταθέτει το δικό του ποίημα.»
Μα, φαίνεται πως όλοι μας ως έναν βαθμό κουβαλάμε έναν ¨Γκάτσμπυ¨ μέσα μας. «Ναι, γιατί ο Γκάτσμπυ πρεσβεύει κάτι ουτοπικό και ο ρομαντισμός ταυτίζεται με την ουτοπία. Το βιώνουμε όλοι με έναν τρόπο και πολύ περισσότερο οι άνδρες, που ενδεχομένως να βρίσκουν στον ήρωα πολλά στοιχεία από τον εαυτό τους. Παρότι, όμως, πρόκειται για ανδρικό μυθιστόρημα, όπως τονίζω και στην εισαγωγή του βιβλίου, μια γυναίκα δεν μπορεί παρά να εκτιμά θετικά την αφοσίωση και τον μόνιμο έρωτα ενός άνδρα όπως ο Γκάτσμπυ. Το καθολικό συναίσθημα του έρωτα δεν μπορεί να μην αφορά συνολικά το αναγνωστικό κοινό που ακόμα δείχνει να αγαπάει πολύ το βιβλίο, γεγονός που εξηγεί και τη διαχρονικότητά του. Φυσικά και οι γυναίκες συγγραφείς έχουν καταθέσει αντίστοιχα σπουδαία βιβλία, από τη μεγαλύτερη μυθιστοριογράφο της αγγλικής γλώσσας, την Τζέιν Όστιν, μέχρι την Έμιλυ Μπροντέ.»
Ο Φιζτέραλντ ανήκει στη «Χαμένη Γενιά», που ακόμη γοητεύει τους ανθρώπους. «Έχω την αίσθηση ότι ο κόσμος θέλει να ξεφύγει από τις απεχθείς όψεις που εμφανίζει η σύγχρονη κουλτούρα. Είναι φυσικό να έχει απηυδήσει από την ασχήμια και να αναζητά κάτι πιο εκλεπτυσμένο και καλαίσθητο, όσο ψεύτικο και αν είναι αυτό. Ακόμα και τα πάρτι του Γκάτσμπυ που βγάζουν μάτι με την κακογουστιά τους έχουν κάτι ρετρό και ανέμελο που συγκινεί και τώρα τον κόσμο. Και αυτό είναι που καθιστά το ρετρό τόσο ακαταμάχητο. Στον Γκάτσμπυ, η γοητεία του ίσως επιπλέον να εξηγείται και από την αναλογία της περίστασης, καθώς η δεκαετία του '20 εμφανίζει αντίστοιχες αντιθέσεις με τη δική μας εποχή, περνώντας από την οικονομική ευμάρεια στην κρίση και από την άνοδο στην πτώση. Σάμπως ο Φιτζέραλντ να είχε καταλάβει το επερχόμενο κραχ -το βιβλίο είναι γραμμένο το 1922-και να ασκούσε την κριτική του. Έπειτα, είναι η γοητεία που ασκούσαν στον ίδιο τον συγγραφέα οι άνθρωποι της εποχής, ειδικά οι γυναίκες της δεκαετίας του '20, οι λεγόμενες flappers, που είχαν κοντά μαλλιά, έπιναν, κάπνιζαν, οδηγούσαν και γενικώς παραβίαζαν τους κανόνες της κοινωνικής ευπρέπειας. Αυτές ερωτευόταν και αυτές επέλεγε ως πρωταγωνίστριες στα βιβλία του.»
Οδεύοντας προς το τέλος σχολιάζει την ταινία, αφού έχει καταθέσει πρώτα την εμπιστοσύνη του στον Ντι Κάπριο. «Βέβαια, είναι προφανές ότι πρόκειται για υπερπαραγωγή -ειδικά από τις σκηνές του πάρτυ- και ότι υπάρχει μια έμφαση στη βιαιότητα του πλούτου και στην εξωτερικότητα. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Δεν πειράζει η ταινία να δίνει έμφαση σε διαφορετικά στοιχεία από το πεζογράφημα ή να αποκαλύπτει κάποια στοιχεία περισσότερο από κάποια άλλα. Είμαι υπέρ της συνολικής εικόνας που μπορεί να δώσει ένα έργο τέχνης, το οποίο πρέπει να το προσεγγίζει κανείς στο σύνολό του.»
Ο ίδιος θα συνεχίσει τις μεταφράσεις του Φιτζέραλντ και μας αφήνει με το γλυκό άρωμα του μαγικού κόσμου της λογοτεχνίας «Φαίνεται ότι κάτι με κρατάει αυτό το διάστημα στην Αμερική, που ανέκαθεν ήταν ταυτισμένη με την εφηβεία μου. Είναι ένα μέρος στο οποίο πάντα ήθελα να πάω, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα και με κυνηγούσε πάντα ως διαρκής φαντασίωση. Τελικά, όμως, τι άλλο είναι η λογοτεχνία από φαντασίωση; Ίσως και η ωραιότερη που μπορεί να υπάρξει και η πιο δυνατή, το καλύτερο και το πιο δυνατό ναρκωτικό που μπορεί να δοκιμάσει κανείς στη ζωή του.»
 
Πηγές: BHmagazino, Lifo

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου