Ορέστης Ανδρεαδάκης

Νύχτες Πρεμιέρας!  Το 19ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας άρχισε στις 18 Σεπτεμβρίου και θα συνεχίσει να προσφέρει τις ταινίες του μέχρι την Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου. Γι’ αυτό δείξαμε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, διευθυντή του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ και καλλιτεχνικό διευθυντή του συγκεκριμένου Φεστιβάλ.
Την περσινή χρονιά, αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα για τη διεξαγωγή του Φεστιβάλ είχε εκφράσει τις ανησυχίες του.«Εύχομαι να καταφέρουμε να τελειώσουμε αυτό το φεστιβάλ, του 2012, να είναι καλά οι φίλοι μας, να είμαστε ερωτευμένοι, να είναι καλά τα παιδιά μας, και, παλεύοντας, θα φτάσουμε και στο 2013». Προφανώς τα κατάφεραν!
Στις Νύχτες Πρεμιέρας συνηθίζει να δίνει μια ομιλία ακολουθώντας τη δική του μέθοδο, η οποία ίσως να αποτελεί κι αυτή μέρος της γοητείας της κινηματογραφική αυτής γιορτής και κομμάτι της παράδοσή της. «Συνήθως το διαλέγω την προηγούμενη νύχτα, όταν ετοιμάζω τον λόγο μου. Όταν τον τελειώνω, για να χαλαρώσω, διαβάζω ποιήματα.»
Πιστός, λοιπόν, στην παράδοση αυτή ακολούθησε τον ίδιο δρόμο και στο φετινό Φεστιβάλ. «Ο Σεφέρης γράφει στα "Ημερολόγια Καταστρώματος" ότι  "η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί". Θα ήθελα να προσέξετε στο κάτω μέρος της φετινής αφίσας μας μια φράση που κρύβεται δίπλα ακριβώς από τη Καρυάτιδα. Γράφει "memini, ergo sum", δηλαδή "θυμάμαι, άρα υπάρχω", μια παραλλαγή της γνωστής φράσης του Ρενέ Ντεκάρτ "σκέφτομαι, άρα υπάρχω" πάνω στην οποία θεμελίωσε ολόκληρη τη δυτική σκέψη το 1637. Για μας αυτή η φράση είναι μια αόρατη γραμμή που διατρέχει το φετινό φεστιβάλ, μια καθαρή γραμμή τυλίγεται γύρω από ταινίες και αφιερώματα που μας θυμίζουν ότι οφείλουμε να θυμόμαστε. Να θυμόμαστε δηλαδή τι έγινε στην Γερμανία του ‘30, αλλά και στην Παλαιστίνη του ‘80 και του ‘90, τι έγινε στην Κορέα του ‘40, αλλά και στην Αμερική του ‘50, τι έγινε στην πολιτισμένη, υποκριτική, Ολλανδία του ‘60, αλλά και στην βάρβαρη Ιταλία του Μουσολίνι. Τι γίνεται παντού στον κόσμο όταν ξεχνάμε και τι γίνεται.»
Αυτή η μνήμη αποτελεί ένα σημαντικό "προσόν". Ίσως γι' αυτό πολλοί την πολεμούν.«Η σεζόν που αρχίζει μας υποχρεώνει να θυμόμαστε… Ειδικά τώρα που κάποιοι λένε πώς είναι περιττή και προσπαθούν με κάθε τρόπο να την παραχαράξουν. Να θυμόμαστε λοιπόν σωστά. Να υπερασπιστούμε την μνήμη μέσα από τις ταινίες»
Φαίνεται πως τα πιο όμορφα και διαφορετικά πράγματα σε αυτή τη ζωή και ειδικά αυτά που σχετίζονται με την Τέχνη ξεκινούν από μια ¨τρελή ιδέα¨... «Δεν νομίζω ότι οι Νύχτες Πρεμιέρας είναι θέμα σοφίας ή μη σοφίας. Είναι θέμα τρέλας. Ως μια τρέλα ξεκίνησε από όλους εμάς τους ανθρώπους του περιοδικού ¨Σινεμά¨ και έτσι ακριβώς συνεχίζεται...»
Το γεγονός αυτό φυσικά δε σημαίνει πως δεν απαιτείται κόπος και εργασία για την πραγματοποίησή και διεξαγωγή του Φεστιβάλ. Ξεκινούν τον Ιανουάριο βλέποντας ταινίες σε ξένα Φεστιβάλ, DVD και ειδικές διανομές, συζητούν, επιλέγουν ορισμένες και στήνουν τα αφιερώματα βασισμένοι σε αυτές. Η επιλογή έχει όμως, μεταξύ άλλων, και ένα βασικό κριτήριο, όπως ομολογεί ο ίδιος σε μια συνέντευξη που έδωσε το 2009. «Τι υπάρχει στον κόσμο κάθε φορά. Κάνουμε μια παρέμβαση στα πράγματα. Δηλαδή, πέρσι, που στους νέους επικρατούσε μια ταραχή, κάναμε ένα αφιέρωμα που το ονομάσαμε ¨Διαγωγή Μηδέν¨ και είχε θέμα την εκπαίδευση. Αυτά τον Σεπτέμβρη, τρεις μήνες πριν πάρει φωτιά η Αθήνα από τους πιτσιρικάδες. Αυτή ήταν και μια παρέμβαση του φεστιβάλ στην κατάσταση των νέων στην Ελλάδα. Μα αυτά δεν είναι πράγματα που συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο. Τον Δεκέμβρη δεν πήρε φωτιά μόνο η Ελλάδα. Αν παρακολουθούσες σωστά κινηματογράφο, που είναι ένας καθρέφτης της ζωής, αν παρακολουθούσες σωστά τις ταινίες και όλες τις άλλες μορφές τέχνης, θα έφτανες στο συμπέρασμα ότι το καζάνι των Ελλήνων βράζει. Μακάρι να έκανε το ίδιο και η πολιτική.»
Διαθέτει την ισχυρή πίστη πως υπάρχει η δυνατότητα να ξεπεράσει ένα ελληνικό Φεστιβάλ τα εθνικά σύνορα βασισμένος σε μια πολύ απλή λογική. «Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι είτε εμείς είτε κάποιο άλλο ελληνικό φεστιβάλ έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει διεθνή εμβέλεια και διεθνές κύρος, αρκεί να σχεδιαστεί με σοβαρότητα, ν' αποκτήσει ταυτότητα και να έχει μια ξεκάθαρη αισθητική και ιδεολογική πρόταση προς τους θεατές και τον ίδιο τον κινηματογράφο. Είμαι σίγουρος ότι μπορεί να γίνει. Εμείς κάναμε ένα φεστιβάλ με το τίποτα και μέσα σε δεκαπέντε χρόνια έγινε ένας μικρός θεσμός στην πρωτεύουσα.»  
Άλλωστε η ουσία για τον ίδιο είναι συγκεκριμένη. «Δεν πιστεύω πως έχει σημασία να φέρεις πρώτος κάτι και να το δουν 1500 άτομα το πολύ και πολλά λέω. Σημασία έχει να μπορείς να κάνεις μια παρέμβαση, ώστε αυτό το event να συνεχιστεί, να το δουν οι μαθητές και να τους σημαδέψει, να το δουν οι σπουδαστές των ανάλογων καλλιτεχνικών σχολών, να έχουν μια συνομιλία με αυτό το γεγονός, αλλά και με τους δημιουργούς τους ίδιους που ενίοτε  κάνουν  master classes και αυτό από μόνο του είναι ιδιαίτερα σημαντικό και βοηθητικό. Τέλος, σημασία έχει το event αυτό να συνδέεται άμεσα με την παραγωγή του καλλιτεχνικού προϊόντος. Πως θα μπορεί δηλαδή μέσα από αυτό το φεστιβάλ να γεννηθεί μια ταινία που θα μπορεί να ταξιδέψει, να πάει στις γειτονιές, του εσωτερικού και του εξωτερικού και τελικά αυτό να είναι πια ένα νέο event  που ναι, μπορεί να διαρκεί μισό χρόνο.»
Το μυστικό όμως ποιο είναι; «Ένα είναι το θέμα, να κλέβεις, αλλά να κλέβεις σωστά! Και να ταξιδεύεις πολύ! Όπως λέει ο Καζαντζάκης ¨Δεν είχα ποτέ δασκάλους, οι μόνοι μου πραγματικοί δάσκαλοι ήταν τα ταξίδια και τα ονείρατα¨. Το έχω σαν motto και αυτό πιστεύω. Τα ταξίδια είναι η πηγή. Ταξιδεύουμε και ¨κλέβουμε¨. Κλέβω ιδέες από άλλα φεστιβάλ, από αφιερώματα, εκθέσεις, μουσεία, συναυλίες, τα πάντα. Βλέπεις πιο σφαιρικά την πορεία της τέχνης.»
Το παράπονο και συνάμα το εμπόδιο παραμένει παραδοσιακά το χρήμα. «Έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα οργάνωσης των χρημάτων. Πετάμε λεφτά σε πράγματα που είναι μόνο για βιτρίνα και είμαστε τσιγκούνηδες σε πράγματα που έχουν ουσία.»
Στην περίοδο της γενικής διαμαρτυρίας και κατηγορίας, η οποία είναι στις περισσότερες περιπτώσεις δικαιολογημένη, φαίνεται πως συνέβη κάτι που προκαλεί μια θετική έκπληξη και ίσως δίνει μία σπίθα αισιοδοξίας. Έστω και αν ήταν κάτι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτονόητο. «Πάντα και πάνω από όλα είναι τα χρήματα. Όμως πολύ σημαντικό θα ήταν να υπάρχουν άνθρωποι σε στρατηγικές θέσεις, που να πιστέψουν στ’ αλήθεια πως ένα τέτοιο φεστιβάλ, ένα τέτοιο πολιτιστικό προϊόν, θα βοηθήσει στην ανάπτυξη, στον τουρισμό, την παιδεία. Εμένα ελάχιστες φορές μου έχει τύχει αυτό. Εδώ, πραγματικά  θα ήθελα να τονίσω πως μια από αυτές τις φορές είναι με την περίπτωση της νυν Υπουργού Τουρισμού Όλγα Κεφαλογιάννη, η οποία έκανε το αυτονόητο σε μια περίοδο δύσκολη. Υποστήριξε έμπρακτα το 3ο Open Air Film Festival! 
Εγώ πάντα έλεγα: λεφτά δεν έχουμε, καλώς, τηλέφωνα όμως δεν έχουμε; Εννοώ...μπορεί να μην έχεις λεφτά σαν κράτος να επιχορηγήσεις, έχεις όμως μια δύναμη να σηκώσεις το τηλέφωνο και να ενώσεις δυνάμεις υγιείς που υπάρχουν, από τον τουρισμό έως τον πολιτισμό. Αυτό έκανε ο  ΕΟΤ και το Υπουργείο Τουρισμού στην συγκεκριμένη περίπτωση. Μας έφερε σε επαφή με τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο που έκανε το Before Midnight και κάναμε την πρεμιέρα, πίστεψε στην αλλαγή της εικόνας της πόλης της Αθήνας μέσω του open air και όντως έγινε, γιατί και τουρισμό προσέλκυσε και ελάχιστα χρήματα δαπάνησε. Όλα είναι μια ιδέα, μια θέληση και ένα τηλέφωνο!»
Το πρόγραμμα φέτος περιλαμβάνει 206 νέες ταινίες με 93 καινούριες ελληνικές παραγωγές, απόδειξη, όπως λέει ο ίδιος, ότι «το ελληνικό σινεμά έχει καταπληκτικό μέλλον.»
Η αυλαία μας θα κλείσει με το ποίημα, που είχε επιλέξει να ανοίξει το Φεστιβάλ του προηγούμενου έτος,  «Το Πρωί και το Βράδυ» του Μίλτου Σαχτούρη. Από εμάς... καλή προβολή!

«Το πρωί
βλέπεις τον θάνατο
να κοιτάζει απ’ το παράθυρο
τον κήπο
το σκληρό πουλί
και την ήσυχη γάτα
πάνω στο κλαδί

έξω στον δρόμο
περνάει
τ’ αυτοκίνητο-φάντασμα
ο υποθετικός σωφέρ
ο άνθρωπος με τη σκούπα
τα χρυσά δόντια
γελάει
και το βράδυ
στον κινηματογράφο
βλέπεις
ό,τι δεν είδες το πρωί
τον χαρούμενο κηπουρό
το αληθινό αυτοκίνητο
τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι

ότι δεν αγαπάει τον θάνατο
ο κινηματογράφος»  


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου