ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη

Γεννήθηκε στην Κρήτη το 1908, μα ήρθε στην Αθήνα μικρός. Ήδη, το 1927, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο για να να κατακτήσει σκηνή και λευκό πανί και να καταλήξει τέσσερα χρόνια αργότερα στο Εθνικό. «Έγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ήθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβαν τα μπράτσα μου και η ψυχή μου...» Έτσι...¨απλά¨. Γνωρίστηκε με τις πιο εξαίσιες προσωπικότητες της εποχής και άρχισε να λάμπει. Μέχρι που ήρθε η κατοχή...
Πολέμησε στον πόλεμο και στην αντίσταση. Εξορίστηκε. «...Μπορεί στη Μακρόνησο να με λιανίσανε στο ξύλο, αλλά όταν την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα και πήρα μια βαθιά ανάσα, ανάπνευσα ιώδιο, αέρα καθαρό, και ο αέρας ο καθαρός και το ιώδιο, πίστεψέ με, ήταν τα γιατρικά και τα φάρμακά μας την εποχή εκείνη. Το παιδί όταν γεννιέται και το βάζουνε στα μπαμπάκια γίνεται φιλάσθενο, γίνεται ασθενικό. Όταν τ' αφήνουνε στο χώμα, γίνεται θηρίο.»
Μπορεί ο πόλεμος να έσβησε, το ίδιο όμως είχε συμβεί και στην καριέρα του. Μα ήταν και σα μια επιλογή... «Όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας αποτελούν τη βάση. Οι εμπειρίες μας όλες αποτελούν τη βάση του υλικού εκείνου που θα μεταχειριστούμε σε κάθε στιγμή που μας δίνεται η ευκαιρία σε ένα έργο. Θέλω να πω το εξής: τα βιώματά μας όλα, μπαίνουν σε φακελάκια για έναν ηθοποιό που έχει καταλάβει την τέχνη του και τι θέλει η τέχνη του. Τα φακελάκια αυτά τα εναποθηκεύει, στην  ψυχή του, στο μυαλό του, κάπου ή τα γράφει στο κάτω κάτω της γραφής. Λεπτομέρειες, δηλαδή, των συμβάντων της ζωής του τις καταγράφει και τις μεταχειρίζεται κάποιες στιγμές. Ο αγώνας του ανθρώπου. Ο κοινωνικός του αγώνας, είναι επίσης ένα σημαντικό στοιχείο για τη δουλειά του. Και στο κάτω κάτω της γραφής ένας καλλιτέχνης δε μπορεί να είναι αδιάφορος για τα προβλήματα τα κοινωνικά. Εγώ ξέρω καλλιτέχνες και δε βγάζω και τον εαυτό μου από αυτούς, που θυσίασαν την καριέρα τους ακριβώς για να φανούν συνεπείς στην τοποθέτησή τους την κοινωνικοπολιτική. Εγώ για πέντε χρόνια θυσίασα την καριέρα μου τελείως και μάλιστα πάνω στην άνοδό μου, στο πρώτο μεγάλο ανέβασμα της καλλιτεχνικής μου σταδιοδρομίας.»
Στη συνέχεια περιορίζεται στην έννοια του ¨ρόλου¨; Άραγε πώς προσεγγίζεται; «Ο ρόλος σε οδηγεί. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος, για τη γνώμη τη δική μου. Ο πιο συγκεκριμένος τρόπος είναι να διαβάσεις προσεκτικά τον ρόλο σου, να τον αναλύσεις, να δεις περί τίνος πρόκειται, τι πρέπει να κάνεις και εκείνος θα σε οδηγήσει στο πώς θα αρχίσεις. Μπορεί να αρχίσεις την αναζήτηση δηλαδή πριν μάθεις τον ρόλο. Να αναζητάς το σχήμα του. Το πώς θα περπατήσει... πώς θα σκεφτεί, πώς θα κινηθεί.»
Αφού ξαναβρήκε τον παλιό του δρόμο, ίδρυσε το τόσο αγαπημένο του «Λαϊκό Θέατρο» στο Πεδίον του Άρεως. Ήταν κάτι που γεννήθηκε στην εξορία. Μια ανάγκη αναβίωσης της Ελλάδας. Εκεί κάποτε ανέβασε και τον ¨Καπετάν Μιχάλη¨, ένα έργο που έγινε και ένας ιδιαίτερος δίσκος... «Ήταν πάντα μια βαθιά μου επιθυμία, ένα μου όνειρο να ζωντανέψω στη σκηνή τον Καπετάν Μιχάλη. Μέσα σ’ αυτόν τον ήρωα, το μεγάλο τέκνο της Κρήτης και της Ελλάδος, ο Νίκος Καζαντζάκης, έκλεισε όλη την αδάμαστη κρητική ψυχή –πάει να πει όλη την ελληνική και την παγκόσμια ψυχή– το πάθος για την ανθρώπινη ελευθερία. Αναρωτιόμουν: Θα μπορέσω τάχα να μεταδώσω στο κοινό τη μήνυμα της καζαντζακικής δημιουργίας με θεατρική μορφή; Δύσκολο, πολύ δύσκολο το εγχείρημα. Ωστόσο έπρεπε να τολμήσω. Η φωνή του Καζαντζάκη έπρεπε ν’ ακουστεί – έχει τη δύναμη να πιάνει παντού τόπο. Γιατί τη χρειαζόμαστε τη φωνή του κάθε στιγμή και περισσότερο σήμερα που το θέατρό μας θέλει να υπάρξει, να μιλήσει στη γλώσσα μας και πάνω από όλα για τα ελληνικά πάθη. Ας μου επιτραπεί όμως να ευχαριστήσω ξεχωριστά τον διακεκριμένο μας συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι για την πολύτιμη συμβολή του στο ανέβασμα του ¨Καπετάν Μιχάλη¨. Ήταν μια προσφορά, κάτι πολύ περισσότερο από ευεργετική. Τον ευγνωμονώ».
Ήταν εκείνο το θέατρο που αγάπησε κι όμως το έχασε... «Νομίζω ότι προσπάθησα να δώσω και την τελευταία ικμάδα των δυνατοτήτων μου σε αυτή την έκφραση της σαρκικής τέχνης με εντιμότητα και σωστό προσανατολισμό. Τώρα, το λαϊκό θέατρο με εξυπηρετεί όπως είναι; Τελείωσαν δηλαδή οι στόχοι μου εδώ; Όχι! Μπορώ να πω ότι δεν τους άγγιξα καν. Διότι η αρχική μου πρόθεση δεν ήταν να κάνω μια παράσταση μονάχα, μια παράσταση καλή ή να ανοίξω την παράσταση σε πλατύ κοινό, να μπουν και δυο και τρεις χιλιάδες άνθρωποι την ημέρα, όπως έκανα στο «Λαϊκό Θέατρο» στο Πεδίον του Άρεως. Αυτό που τζάμπα έχασα, τζάμπα μου το πήραν. Διαμαρτύρομαι εντονότατα σαν Έλληνας, σαν άνθρωπος! Σαν πολίτης με δικαιώματα διαμαρτύρομαι εναντίον όλων εκείνων των κυβερνήσεων και των παραγόντων που δε στάθηκαν βοηθοί στο να ξαναπάρω πίσω στο θέατρο που δημιούργησα εγώ, μόνος μου με ένα δίφραγκο στην τσέπη! Και το ‘δωσαν εκεί που το έδωσαν. Σέβομαι τον καλλιτέχνη που το πήρε. Τον σέβομαι σαν καλλιτέχνη, δεν τον σέβομαι σαν άνθρωπο. Όπως δε σέβομαι κανέναν σαν άνθρωπο από αυτούς που δε με βοήθησαν και δε στάθηκαν βοηθοί εις το να ολοκληρώσω την έννοια του "Λαϊκού Θεάτρου", παρά με βγάλανε - με έβγαλε η χούντα, με αποκλώτσησαν και αυτοί και περιφερόμουνα μέχρι πρότινος, που βρέθηκε ένας χριστιανός, παλιός μου συνεργάτης, ο    Μίμης Σταυρολέμης και με έβαλε στο θέατρό του για τέσσερα- πέντε χρόνια και εκεί άρχισα πια να δημιουργώ και να βρίσκω τον εαυτό μου, να κάνω τη δουλειά μου, όπως εγώ φανταζόμουνα ότι μπορώ να την κάνω. Η ικανοποίησή μου μειώνεται φυσικά από το πέρασμα του χρόνου. Είναι φυσικό οι δυνάμεις του ανθρώπου να αντέχουν ως ένα σημείο. Όμως πιστεύω και ότι τις υπόλοιπες δυνάμεις μου, όσες είναι αυτές, θα τις αφιερώσω για τον σκοπό που προανέφερα. Θαρρώ ότι κάτι ακόμα θα κάνω, πριν τελειώσει ολότελα η ζωή μου.»
Κι όμως εκεί συναντήθηκαν οι δύο αγάπες του. Το "Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο" ανέδειξε την Ελλάδα. Ο κόσμος το αγκάλιασε. Το όραμά του είχε βρει ανταπόκριση πριν από το τέλος. «Η ελληνικότητα δεν έφυγε απ’ τον Ρωμιό, αρκεί να του την υπενθυμίσεις. Να του υπενθυμίσεις την καταγωγή του.»  
Μα στόματα πολλών προοικονομούσαν το τέλος που ερχόταν. Ακούστηκε κάτι σαν μια έκφραση, μια λέξη... ¨παρωχημένη¨... μέσα στους νέους ήχους από τα ξένα...«Η εθνικότητα ενός λαού είναι παρωχημένη; Είναι δυνατόν να παλιώνει ποτέ η εθνικότητα ή η ρίζα ή η καταγωγή ενός λαού; Και πώς θα ζήσει ο λαός αυτός; Η σύγχρονη λαϊκή μουσική, η ποίηση όλη, όλη η δημιουργία πού στηρίζεται; Στις ρίζες του λαού μας δε στηρίζεται; Η παγκόσμια δημιουργία πού στηρίχτηκε; Στις ρίζες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας δε στηρίζεται;»
Ίσως χρειαζόμαστε και κάποιον με βροντερή φωνή γεμάτη αγωνία να μας ρωτά αυτό το ¨πώς;¨, χωρίς μοιρολατρία, δίχως φασισμό. Με προσωπικό αγώνα και ευγενή αισθήματα. 
   




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου