ΗΛΙΑΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη

Ήταν πριν από μερικά χρόνια, τότε στο σχολείο… Πρώτη ώρα, κάθε Δευτέρα μιας αγχωτικής χρονιάς πανελλαδικών που ξεψαχνίζαμε μηχανικά «Το αμάρτημα της μητρός μου». Ιδανικές συνθήκες για τον φόνο ενός έργου. Ευτυχώς, η καθηγήτρια αποφάσισε να μας προτείνει μια ομαδική, ωστόσο εθελοντική επίσκεψη στο θέατρο Κουν  για την παρακολούθηση της ομώνυμης παράστασης. Εκεί, δραπετεύοντας από τη σχολική αίθουσα, σε ένα μικρό δωμάτιο ζωντάνεψε ξαφνικά το πληγιασμένο έως τότε κείμενο. O χαμηλός  και μερικές φορές ισχνός φωτισμός, η θαλπωρή της μικρής αίθουσας που αντάμωνε με ευκολία το δάκρυ της μάνας, οι ζωντανές φιγούρες των Αγίων, το λιτό σκηνικό, που άφηνε τον χώρο ελεύθερο στη φαντασία και την ευρηματικότητα, η φρενίτιδα του Βιζυηνού στα σκαμμένα μάτια του Ηλία Λογοθέτη… Κατάφεραν κάτι που θεωρούσαμε χαμένο. Το αγαπήσαμε.
«Ψυχή µου, ψυχή µου, ανάστα, τι καθεύδεις; Η ψυχή µου είναι ανάλαφρη σαν το πουλί που έχει χτίσει τη φωλιά του στον ουρανό. Ταπεινός αφηγητής.» λέει ο ίδιος σχολιάζοντας τον συγγραφέα στο συγκεκριμένο έργο.
Γυρνώντας πίσω συναντάμε αγαπημένα πρόσωπα, που έγιναν σύμβολα, θα έλεγε κανείς, μιας μακρινής ζωής.«Το όνομα της ήταν Ελένη. Είναι σαν το όνομά της να με συντροφεύει, να με στεγάζει, να μου προσφέρει θαλπωρή, να με οδηγεί και να με προστατεύει. Τους απόντες πρέπει να τους θυμάσαι αλλά να μην τους ενοχλείς πολύ και τους γίνεσαι φορτίο, διότι σε νοιάζονται κι εκείνοι και σε σκέφτονται. Ένας ποιητής λέει: ¨Θα ξανασυναντηθούμε εκεί που συναντιούνται οι πεθαμένοι: στα χείλη των ζωντανών¨. Η μάνα μου ήξερε πολύ καλά τι μου έλεγε και ό,τι μου είπε βγήκε. Με προσγείωσε και με έκανε ταπεινό και δίκαιο» προφέρει εξ’ αρχής.
Πίσω, τότε που το νερό του είχε σώσει, όπως υποστηρίζει, τη ζωή. «Έκτοτε έχω έναν σεβασμό στο νερό και συμβουλεύομαι τη ροή του. Αφουγκράζομαι τη θάλασσα. Ακούω τα ποτάμια και τη μελωδία από τα κελαρύσματά τους. Την αλλαγή του ήχου τους όταν συναντάνε πέτρες. Οι ήχοι είναι ποίηση. Ο Μπρούνο Σουλτς, ένας εκπληκτικός συγγραφέας, λέει: ¨Αγάπησα την ποίηση ακούγοντας το κούφιο τρίξιμο του τζίτζικα στο πατρικό μου και από το "αχ" της μάνας μου όταν έχασε τον άντρα της¨. Δηλαδή, ποίηση είναι ένας τζίτζικας κι ένας αναστεναγμός.»
Γυρεύει την επιστροφή; «Όχι, κάποτε νοσταλγούσα την Λευκάδα, τώρα έχω χάσει αυτή την νοσταλγία, διότι δεν έχω καμία συναισθηματική επαφή που να κρατά νωπή την νοσταλγία μου. Έχουν χαθεί τα σοκάκια που έπαιξα, τα χνάρια που πάτησα, οι γονείς μου και οι φίλοι μου. Υπήρχε και ένα θέατρο κάποτε το οποίο ερείπωσε...»
Η αναπόληση έχει τη θέση της και στη δύση της ημέρας, λίγο πριν τον ύπνο… «Κάνω ένα γρήγορο ρεπεράζ της μέρας. Πιο πολύ μένω στις εικόνες της φύσης, στους θορύβους που αποκόμισα και στις ομορφιές μιας ανθρώπινης δραστηριότητας. Επίσης, φέρνω ξανά στο νου μου τα εκλεκτά πράγματα που αποστήθισα από βιβλία και όχι μόνο..»
  Στη συνέχεια στρέφεται στην τέχνη του. «Η πιο σφιχτή θηλιά για έναν καλλιτέχνη είναι τα εύκολα ¨ναι¨ που λέει σπρωγμένος από τον φόβο του μήπως, εάν αρνηθεί, θα μείνει απ' έξω, εκτός νυμφώνος. Ο,τι σπουδαίο έμεινε και το θυμόμαστε -και στην τέχνη και στην παγκόσμια ιστορία- είναι προϊόν του ¨όχι¨, δηλαδή της άρνησης υποταγής. Αν και δεν πιστεύω ότι πρέπει να κρίνουμε εκ των υστέρων τον εαυτό μας και να απολογούμαστε ή να παινευόμαστε, θα σου πω το εξής: Τα ξεστρατίσματα που έχω κάνει δεν παραγράφονται. Αλλά με έσωζε πάντοτε το ότι ένιωθα πως ασχολούμενος με ασήμαντα εγχειρήματα έχανα την ποίηση της γλώσσας μου.»
Αναφέρεται στο ¨συνάφι¨ του. Ηθοποιός; «Κατά τη γνώµη µου, σηµαίνει µεταφορέας. ∆εν ποιεί ήθος, μεταφέρει ήθος αν υπάρχει. Και τι γίνεται στην περίπτωση που ο ηθοποιός δεν έχει ήθος; Πώς πρέπει να ονοµάζεται; Ας περιοριστούµε λοιπόν στη λέξη ΥΠΟΚΡΙΤΗΣ ως άλλοθι.»
 Πώς αντιλαμβάνεται τη σχέση με το κοινό; «Ως ενέργεια που εκτοξεύεται από την πλατεία ή τον εξώστη προς εμένα. Τα μάτια στέλνουν κάτι, μπορεί να σε αποπροσανατολίσουν: όχι ως υποκριτή, αλλά ως οντότητα, να σε κάνουν να τρικλίσεις ή να σου δώσουν δύναμη.»
Όπως είναι φυσικό, βρισκόμαστε στο παρόν, στην επικαιρότητα. «Η γνώμη μου είναι ότι η χώρα για πρώτη φορά ξυπνά και ψάχνει την ταυτότητά της. Δεν μπορεί μια τέτοια χώρα λουσμένη στο φως να ζει στο σκοτάδι. Το ερώτημα όμως παραμένει, που χρωστάμε; Γιατί; Και σε ποιον; Η εξουσία των δυο μεγάλων κομμάτων φοβάται, τρέμει μήπως χάσει την καρέκλα. Η αλήθεια είναι πως δεν θεωρώ σπουδαία την γνώμη μου, ούτε όμως και των άλλων, άρα ισοφαρίζω.»
Παραμένει στο ίδιο κλίμα. «Η τηλεόραση είναι η μαύρη τρύπα που τα καταπίνει όλα. Τα μέσα ενημέρωσης κερδίζουν από τη δυστυχία και όχι από τις ευτυχισμένες στιγμές του ανθρώπου. Δεν είναι εθισμένο το κοινό στη χαρά και στα ωραία πράγματα, έμαθε να επιλέγει το κόνσεπτ της δυστυχίας. Έχει τάση προς τη λύπη- επειδή η χαρά είναι πιο δύσκολη από τη λύπη. Αλλά είμαστε ανάξιοι του θεϊκού φωτισμού κάτω από τον οποίο ζούμε. Πυρπολούμαστε από φως και δεν επιτρέπεται να είμαστε ούτε γελοίοι και ηλίθιοι, ούτε λυπημένοι.»
Αλλά δε μπορεί παρά να βρει μια ελπίδα. «Ο ελληνικός πολιτισµός, ο πιο πλούσιος της ανθρωπότητας, αµύνεται ενάντια στη χυδαιότητα και την αισθητική παραμόρφωση και χαράζει την πορεία του στον χάρτη του μέλλοντος µε την ομορφιά και την εξυπνάδα των ανθρώπων που αµύνονται ενάντια στην υποδούλωση και το ξεπούληµα.»


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου