Χάρης Βλαβιανός

Ήρθε στη φιλοσοφική σχολή πριν από μερικές εβδομάδες, σε ένα μάθημα λογοτεχνίας. ¨Προσέβαλε¨ ό,τι ξέραμε, ό,τι μας είχαν μάθει. Στην αρχή είχε ένα ¨θράσος¨ που προκάλεσε την αντίδρασή μου, αλλά σίγουρα κέντρισε και  το ενδιαφέρον μου. Τελικά κατάφερε να με παρασύρει στις ιδέες και τη στάση του απέναντι στον κόσμο και την ποίηση. Δεν έχει σημασία αν συμφώνησα σε όλα μαζί του, αν με έπεισε για όλα. Πιστεύω πως δεν είναι κάτι που τον απασχολούσε και σίγουρα δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Ωστόσο, ο στόχος του επιτεύχθηκε. «Βγαίνοντας από εδώ, ψάξτε!» μας είπε σε μια προσπάθεια να μας βάλει να ασχοληθούμε, να αναζητήσουμε, να αμφισβητήσουμε τα πάντα κερδίζοντας γνώση. Προφανώς, σε αυτό τον άκουσα.
Το βιογραφικό του χωρά αρκετές χώρες. Στην Ιταλία γεννήθηκε, στην Αγγλία σπούδασε για να καταλήξει μέσα από άλλα ταξίδια στην Ελλάδα. Όπως μας εκμυστηρεύτηκε, τον πρώτο καιρό στον τόπο αυτό αισθανόταν ξένος, κάτι που τότε θεωρούσε μειονέκτημα, ενώ σήμερα προτέρημα.  Για δεκαπέντε χρόνια διηύθυνε το περιοδικό "Ποίηση", ενώ σήμερα διευθύνει το νέο περιοδικό "Ποιητική" και διδάσκει Ιστορία και Πολιτική Θεωρία στο Αμερικανικό Κολέγιο Ελλάδος, αλλά και δημιουργική γραφή στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Πρόσφατα, μέσα στο έτος, κυκλοφόρησε την ¨Ανθολογία ερωτικής ποίησης¨, στην οποία έχει συγκεντρώσει και μεταφράσει ποιήματα με θέμα τον έρωτα, όπως τον αποτύπωσε η Σαπφώ ή ο Κάτουλος. Τρέχει μέσα στον χρόνο για να σταθεί στον Μπάιρον, τον Σέλλεϋ, τον Γουίτμαν, αλλά και σε πολλούς άλλους.  Μεγάλο το δικό του έργο και σπουδαίο το μεταφραστικό του, ένας άνθρωπος που, αρκετά συγκρατημένα, θα μπορούσε κάποιος να πει πως έχει πλέον καταξιωθεί στον χώρο της λογοτεχνίας.
Θα τον γνωρίσουμε, μερικώς τουλάχιστον, μέσα από μία συνέντευξη που έδωσε στην Αθήνα, στις 26 Σεπτεμβρίου του 2007.
Μας σπρώχνουν και στρογγυλοκαθόμαστε αμέσως στο θέμα... «Κάθε εποχή έχει να επιλύσει τα δικά της τραγικά προβλήματα, δεν νομίζω δηλαδή ότι η καταστροφή των δασών ή ο πόλεμος του Ιράκ είναι γεγονότα πιο δραματικά από τον Πρώτο ή τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή το Ολοκαύτωμα. Θέλω να πω ότι στο παρελθόν συγγραφείς είχαν κληθεί να γράψουν σε στιγμές ακόμη πιο δύσκολες και ακραίες από τη δική μας. Τη λέξη περιττός (χαρακτηρισμός που έχει δώσει ο ίδιος για την τέχνη) τη διατυπώνω με μια μικρή δόση ειρωνείας, αλλά και αλαζονείας. Όντως, η τέχνη γενικώς αφορά πάντα λίγους ανθρώπους, όσους δηλαδή την αγαπάνε και ασχολούνται μ’ αυτή. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας πτοεί. Όταν δηλαδή με ρωτάνε ποιον αφορά η ποίηση, πάντα δίνω την ίδια απάντηση, δανειζόμενος μια αποστροφή του Χιμένεθ: ¨αφορά μια απέραντη μειοψηφία¨. Αυτή η φράση περιέχει φυσικά ένα οξύμωρο. Μπορεί να είναι απέραντη η μειοψηφία; Ωστόσο, πώς υπολογίζεται το ειδικό βάρος των αναγνωστών που διαβάζουν ποίηση ή φιλοσοφία, για παράδειγμα, και όσων απλώς καταναλώνουν το εποχιακό μπεστ-σέλλερ στις παραλίες; Ο Σεφέρης τύπωσε το πρώτο του βιβλίο σε 300 αντίτυπα, ο Ρεμπώ σε 80 και ο Ουνγκαρέτι σε 100. Πόσοι από τους πεζογράφους που σήμερα πωλούν χιλιάδες αντίτυπα θα διαβάζονται αύριο; Ελάχιστοι. Επομένως, οι αριθμοί δεν λένε πολλά.»
 Σήμερα φυσικά έχει γίνει και η λογοτεχνία εμπόρευμα και το σκηνικό γύρω της έχει μεταμορφωθεί. «Ναι, αλλά αυτό δεν αφορά στη λογοτεχνία. Έχουμε, βέβαια, ¨συγγραφείς¨ (μέσα σε πολλά εισαγωγικά), που, για να μη χαθεί το όνομά τους από το ράφι του βιβλιοπωλείου και ξεχαστούν, εκδίδουν ένα μυθιστόρημα ή μερικά διηγήματα κάθε έξι μήνες. Ο Τζόυς έκανε επτά χρόνια να γράψει τον Οδυσσέα, ενώ αυτοί γράφουνε ογκωδέστατα μυθιστορήματα σε μερικούς μήνες, που φυσικά δεν αφορούν κανέναν, ούτε πρωτίστως τη λογοτεχνία, και δεν αξίζει να τους ρίξει κανείς δεύτερη ματιά. Βέβαια, το ερώτημα παραμένει μήπως αυτό το μικρό κοινό είναι τελικά ακόμη μικρότερο στις μέρες μας, αν έχει δηλαδή συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο; Ενώ θα έπρεπε κανονικά τώρα, που υποτίθεται ότι όλο και πιο πολλοί άνθρωποι έχουν πρόσβαση στην παιδεία, να διαβάζουν περισσότερο, η ποίηση φαίνεται να έχει γίνει δύσκολη ακόμη και για τον επαρκή αναγνώστη. Αυτό είναι ένα από τα ζητήματα που συζητάω στο βιβλίο, (αναφέρεται στο ¨ Ποιον Αφορά η Ποίηση; Σκέψεις για μια Τέχνη Περιττή¨), αφού θεωρώ ότι η απομάκρυνση των αναγνωστών από την ποίηση δεν είναι ευθύνη της ποίησης της ίδιας. Η ποίηση δεν χρησιμοποιεί σήμερα μια γλώσσα ¨σκοτεινή¨ και ¨δύστροπη¨, όπως ήταν, λόγου χάριν, η γλώσσα των μοντερνιστών, ούτε γράφονται στις μέρες μας ποιήματα τόσο ερμητικά όσο η ¨Έρημη Χώρα¨ του Έλιοτ ή τα ¨Κάντος¨ του Πάουντ. Επομένως, πιστεύω ότι υπάρχει μια λανθασμένη εκτίμηση για το τι προσφέρει σήμερα το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Στην πραγματικότητα προσφέρει μια ¨πτυχιούχο άγνοια¨. Δηλαδή οι φοιτητές που τελειώνουν τα πανεπιστήμια γνωρίζουν ελάχιστα έξω από τον αντικείμενο των σπουδών τους. Η έννοια ¨καλλιέργεια¨ έχει χαθεί προ πολλού από τη συζήτηση. Η οικογένεια ήταν παλιότερα μια πηγή γνώσης, αλλά σήμερα προσφέρει λίγα, αφού στα περισσότερα σπίτια, αν υπάρχουν βιβλιοθήκες, στα ράφια αντί για βιβλία φιγουράρουν μόνο ψηφιακοί δίσκοι (cd και dvd), συνήθως αυτούς που προσφέρουν αφειδώς οι εφημερίδες την Κυριακή. Επομένως, η γνώση είναι κάτι που έχει εκπέσει και αυτό που κυριαρχεί είναι η πληροφορία για ανούσια πράγματα.»
 Μα υπάρχει κάτι στην Ελλάδα που ενοχλεί.«Αυτό, πάντως, το οποίο είναι εντυπωσιακό, είναι το πόσο λίγο διαβάζουν οι Έλληνες σε σύγκριση με άλλους Ευρωπαίους και πόσο έχει πέσει το μορφωτικό επίπεδο. Πριν από δύο χρόνια που έγινε ένας διαγωνισμός ανάμεσα σε όλα τα λύκεια της Ευρώπης, πρώτη χώρα βγήκε η Φινλανδία και τελευταίοι εμείς. Επομένως, δεν πιστεύω ότι ευθύνεται η ποίηση για το γεγονός ότι οι αναγνώστες δεν προσέρχονται σ’ αυτήν. Δεν είναι επειδή δεν έχουμε καλή ποίηση. Καλή ποίηση έχουμε και μάλιστα εξαιρετική.» Μάλιστα όταν συζητούσε μαζί μας στους κλειστούς και απέραντους τοίχους του αμφιθέατρου, στήριξε αυτή την θέση. «Δεν υπάρχει ποίημα ¨ακατανόητο¨. Μόνο αναγνώστης που δεν ασχολήθηκε.» Δέχθηκε πως υπάρχουν ποιήματα που απαιτούν περισσότερο χρόνο, αλλά αυτή είναι και η γοητεία τους.
Φεύγοντας από τους αναγνώστες επιστρέφει στους λογοτέχνες του παρόντος. «Μα η λογοτεχνία, είναι ένας μπαξές. Όπως έχεις ευωδιαστά λουλούδια, έχεις και αγκάθια. Αυτό πιστεύω ότι υπάρχει σε κάθε εποχή, αν και βεβαίως σε μια εποχή που κυριαρχεί η υπερπροσφορά και η υπερπαραγωγή μπορεί να είναι δυσκολότερο πια να διακρίνει κανείς τα καλά κείμενα, μιας και έχουν αυξηθεί κατά πολύ οι ¨συγγραφείς¨ των μέτριων ή κακών. Ωστόσο, παλιά τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Υπήρχε, πιστεύω, μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη λογοτεχνία και την παραλογοτεχνία. Τώρα δεν υπάρχει αυτή η γραμμή, ή μάλλον είναι πιο δύσκολο να τη διακρίνει κανείς. Δίνει συνέντευξη μια πρωτοεμφανιζόμενη στάρλετ σε γυναικείο περιοδικό και ξαφνικά αισθάνεται ότι είναι και αυτή ισότιμη με την Βιρτζίνια Γούλφ.»
Στο παρελθόν είχε αναφερθεί στους ¨τροχονόμους¨ της λογοτεχνίας και επαναφέρεται το ζήτημα εδώ. «Εγώ πιστεύω ότι το κοινό που μας ενδιαφέρει, θα μας βρει. Εσείς δε με βρήκατε;» αποκρίνεται απευθυνόμενος στον δημοσιογράφο. «Θα περίμενε κανείς ας πούμε με το δικό μου το βιβλίο να ασχολούνται μόνο ποιητές ή κριτικοί λογοτεχνίας. Κι όμως ασχολούνται και άνθρωποι που έχουν γενικότερα ενδιαφέροντα. Επομένως, δεν είναι όλα στεγανοποιημένα. Από εκεί που δεν περιμένεις κάτι έρχεται. Υπάρχει βέβαια αρκετή ομίχλη στην ατμόσφαιρα. Κι όταν λέω για ¨τροχονόμους¨ μιλάω για δημοσιογράφους που δεν μπορούν να γράψουν για οτιδήποτε υπερβαίνει το ύψος τους. Γράφουν συνήθως ότι διάβασαν το τάδε ή δείνα ¨εκπληκτικό μυθιστόρημα απνευστί¨ και θα ’θελε κανείς να τους θυμίσει ότι η λογοτεχνία δεν ¨ρουφιέται¨ ούτε διαβάζεται ¨απνευστί¨. Λογοτεχνία σημαίνει να μην μπορείς να προχωρήσεις εύκολα. Να σταματάς σε μια φράση και να τη διαβάσεις ξανά και ξανά, θαυμάζοντας και απολαμβάνοντας την τέλεια αρχιτεκτονική της. Ό,τι διαβάζεις απνευστί δεν αξίζει το χαρτί πάνω στο οποίο είναι γραμμένο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν καλοί δημοσιογράφοι, απλώς το γενικό επίπεδο είναι χαμηλό.»
Πραγματεύονται για λίγο το αναπάντητο εκείνο ερώτημα: Μπορεί τελικά να κατακτήσει κανείς την ποίηση; Αξίζει η προσπάθεια; «Πιστεύω λοιπόν ότι η ποίηση ξεκλειδώνει κάτι μέσα στον καθένα μας. Πόσο σπουδαίο είναι αυτό το ξέρει μόνο ο ίδιος, πόσο σπουδαίο είναι αυτό που ξεκλειδώνεται για λογαριασμό της λογοτεχνίας το γνωρίζει μονάχα η λογοτεχνία και φανερώνεται μέσα στο χρόνο. Άρα δε μπορώ να πω ότι δεν έχεις αίσθηση ή συνείδηση την ώρα που γράφεις ή διαβάζεις ποίηση ότι δεν ¨ξεκλειδώνεται¨ κάτι μέσα σου. Αλλιώς, αν δεν συμβαίνει αυτό, για ποιο λόγο να το κοινωνήσεις; Κοινωνείς κάτι, επειδή θεωρείς ότι είναι σημαντικό. Κοινωνείς ιδέες, και συναισθήματα, όταν θες να τα μοιραστείς με κάποιον, επειδή πιστεύεις ότι αξίζουν κάτι. Το ίδιο και μ’ ένα βιβλίο, αλλιώς θα επιλέγαμε όλοι τον δρόμο της Έμιλυ Ντίκινσον και θα κρύβαμε τα ποιήματα στο συρτάρι μας και δεν θα μάθαινε ποτέ κανείς την ύπαρξή τους, εκτός κι αν τα έβρισκε κάποιος φιλομαθής κληρονόμος και δεν τα πέταγε, νομίζοντας ότι είναι συνταγές μαγειρικής.»
 Σήμερα, χρειάζεται ο επίδοξος ποιητής να πληρώσει για την έκδοση του πρώτου του έργου. Είναι σωστό αυτό που συμβαίνει; «Όχι, δεν πρέπει, αλλά, αφού δεν πουλάνε τα βιβλία της ποίησης, οι εκδότες ζητούν από τους ποιητές να συνεισφέρουν οικονομικά στην έκδοση του βιβλίου τους. Ας μην ξεχνάμε ότι ο εκδότης επιχειρηματίας είναι. Δεν είναι ωραίο αυτό που συμβαίνει, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει άλλος τρόπος για τους νέους ποιητές να δουν τα βιβλία τους να κυκλοφορούν. Σε λίγες περιπτώσεις, βέβαια, αν ο εκδότης πιστέψει στο ταλέντο ενός νέου ποιητή, τότε μπορεί να του εκδώσει τη συλλογή χωρίς αντίτιμο. Κι εγώ έχω πληρώσει. Στο πρώτο μου βιβλίο αγόρασα 300 αντίτυπα. Άρα, αγοράζοντας 300 αντίτυπα, κάλυψα τα έξοδα της έκδοσης. Από το δεύτερο, όμως, και μετά στάθηκα πιο τυχερός και δεν χρειάστηκε να συμβάλω οικονομικά.»
Σχολιάζει όμως και το ¨φαινόμενο¨ Χάρυ Πότερ. «Απλώς ο Χάρυ Πότερ είναι για μια συγκεκριμένη ηλικία. Ελπίζει κανείς πως μετά τον Χάρυ Πότερ και τις μάγισσες θα προχωρήσει ο νεαρός αναγνώστης σε κάτι άλλο, πιο απαιτητικό. Το θέμα είναι να μη σταματήσει κανείς στον Χάρυ Πότερ. Να μην υποκύψει σε μια μόδα που έχει επιβληθεί, όπως παλαιότερα διαβάζανε στην Αγγλία Λούις Κάρολ ή Τόλκιν. Πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία για κάτι άλλο, λογοτεχνικά πιο σύνθετο και ουσιαστικό.»
«Είναι και θέμα παιδείας. Θέλω να πω, όταν ο Παπανδρέου πρώτα και η ¨Νέα Δημοκρατία¨ αργότερα πρότειναν τη σύνδεση του Υπουργείου Παιδείας με το Υπουργείο Εργασίας, είναι προφανές ότι η παιδεία στην Ελλάδα θεωρείται κάτι εντελώς εργαλειακό και αποσκοπεί στην εύρεση εργασίας και όχι στην καλλιέργεια του ατόμου. Θέλει κανείς μια κοινωνία τόσο μονοδιάστατη, με ανθρώπους δηλαδή ¨επιτυχημένους¨ που να μην έχουν διαβάσει ούτε ένα λογοτεχνικό έργο; Μου είπαν, δεν ξέρω αν αληθεύει, ότι έκαναν το εξής τεστ στον προηγούμενο Υπουργό Πολιτισμού, τον κ. Βουλγαράκη: τον έβαλαν ν’ ακούσει τις απαγγελίες του Σεφέρη, του Ελύτη και του Βάρναλη και του ζήτησαν να αναγνωρίσει και να ξεχωρίσει τις φωνές τους. Φυσικά δεν αναγνώρισε καμία. Άραγε ο τωρινός Υπουργός Πολιτισμού θα μπορούσε; Κάναμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες για ν’ αποδείξουμε στον κόσμο ότι ξέρουμε να τρώμε με μαχαιροπίρουνα για δεκαεπτά ημέρες. Και τις υπόλοιπες; Πολιτισμός σημαίνει διάρκεια, όχι εφήμερα πανηγύρια. Αυτά κάποτε τελειώνουν και την άλλη μέρα ξυπνάμε πάλι με βαρύ κεφάλι από το κακό μεθύσι.»
Με αφετηρία κάποιες ¨ξένες¨ λέξεις στα έργα του ξεκινά μία κουβέντα με τον δημοσιογράφο που καταλήγει στη νέα γενιά και τη γλώσσα. «Πολλά παιδιά γράφουν μόνο σε greeklish, με αποτέλεσμα τα μηνύματά τους να είναι σε γλώσσα ακατανόητη πολλές φορές για μας τους μεγαλύτερους. Βγάζουν όλα τα φωνήεντα και αφήνουν μόνο τα σύμφωνα απ’ ό,τι βλέπω. Γράφουν δηλαδή πλέον λέξεις σε άλλο λεξιλόγιο. Δεν θα επηρεάσει αυτό την εξέλιξη των ελληνικών; Είναι αστείο από τη μια τα παιδιά μας να μιλούν μια γλώσσα όλο και πιο ¨εξαγγλισμένη¨ και από την άλλη εμείς ν’ αντιδρούμε στο βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού ως αγνοί ¨εθνικοπατριώτες¨. Επ’ ευκαιρίας να σου πω μια ιστορία σχετική με όσα συζητάμε. Όταν σπούδαζα στη Βρετανία είχα μια Αγγλίδα φίλη, η οποία λίγες μέρες μετά τη γνωριμία μας, για να με πειράξει λίγο, μου χάρισε ένα βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο “How to be a Perfect Gentleman”. Το έχω χάσει από τότε, αλλά ακόμη θυμάμαι πόσο με εντυπωσίασε το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Τιτλοφορείτο ¨Έπιπλα¨ και η πρώτη φράση του ήταν: ¨Ένας τζέντλεμαν δεν αγοράζει ποτέ έπιπλα. Τα κληρονομεί¨. Λοιπόν σκεφτόμουν ότι εμείς είμαστε ακριβώς το αντίθετο του ιδανικού τζέντλεμαν, αφού μόλις κληρονομήσουμε το σπίτι της γιαγιάς μας, πετάμε τα έπιπλα ως ¨παλιατζούρες¨ και σπεύδουμε ν’ αγοράσουμε καναπέδες και πολυθρόνες του συρμού. Αργότερα, βέβαια, κάποιοι από μας το μετανιώνουν και τρέχουν στην Πλατεία Αβησσυνίας, στο Μοναστηράκι, για να ξαναγοράσουν ως αντίκες τα έπιπλα που κάποτε πέταξαν, γιατί τώρα θεωρούνται πολύτιμα και της μόδας. Δεν έχουμε λοιπόν μια εύκολη σχέση με το παρελθόν. Μπορεί να μας πειράζει ο ¨βλάχος¨ Άγγλος που στο Βρετανικό Μουσείο μπροστά στα μάρμαρα του Παρθενώνα τρώει ένα σάντουιτς, πιάνοντας ταυτόχρονα με το ελεύθερο χέρι του έναν αμφορέα, αλλά μας άρεσε πολύ που στο πρώτο, θυμάμαι, τεύχος του ελληνικού Playboy, η εθνική μας σταρ, η Ζωή Λάσκαρη, είχε ξαπλώσει γυμνή πάνω στα λιοντάρια της Δήλου. Άμα τολμήσεις και φέρεις αντιρρήσεις, οι περισσότεροι θα σου πουν ¨α, αυτά δικά μας είναι, τα κάνουμε ό,τι θέλουμε¨. Αφού λοιπόν έχουμε τέτοια συμπλεγματική σχέση με το παρελθόν μας, πώς θα προστατεύσουμε και τη λογοτεχνία και τη γλώσσα μας; Όταν δεν διαβάζει κανείς Ροΐδη, Παπαδιαμάντη, Σεφέρη ή Ελύτη, πώς περιμένει να μιλήσει καλά ελληνικά; Χρησιμοποιώντας τις 200 λέξεις της καθημερινής επικοινωνίας ή τις 100 καρατομημένες λέξεις των sms;»
Ωστόσο, έγινε πρόσφατα η πρόταση να ¨μεταφραστεί¨ ο Ροΐδης και ο Παπαδιαμάντης στη δημοτική! «Μα απάντησα ήδη! Θεωρώ ότι η δυσκολία είναι μέρος της αρετής. Αλλιώς τότε θα έπρεπε να μεταφράσουμε και τον Κάλβο. Και ο Σολωμός, επίσης, έχει δύσκολες λέξεις. Να κάνουμε λοιπόν μια νέα δημοτική. Να φύγουμε από τη δημοτική του Σολωμού, να φτιάξουμε μια άλλη δημοτική. Αλλά έτσι δεν λύνεται το πρόβλημα. Οι Άγγλοι δηλαδή γιατί δεν μετέφρασαν τα σονέτα του Σαίξπηρ παρ’ όλο που είναι δύσκολο να τα καταλάβει λόγου χάριν ένας απλός Λονδρέζος; Εδώ, όμως, θέλουμε να τα κάνουμε όλα απλά. Κι όταν τα υπεραπλουστεύουμε όλα, ο πήχης θα φτάσει τελικά στο χώμα. Διότι, προσπαθώντας να υπεραπλουστεύσουμε τα πάντα και να τα κάνουμε, υποτίθεται, λειτουργικά, με την εμπορική φυσικά έννοια, θα φτάσουμε κάποια στιγμή σ’ ένα επίπεδο που τα πάντα θα είναι περιττά, όχι μόνο η ποίηση. Φαεινές ιδέες, όπως η σύνδεση του Υπουργείου Παιδείας με το Υπουργείο Εργασίας, που προανέφερα, αποδεικνύουν ότι δεν αντιλαμβανόμαστε την παιδεία ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσο για την επίτευξη εργασίας. Ενώ εγώ πάντοτε πίστευα ότι η παιδεία είναι αυτοσκοπός. Γιατί, αλλιώς, για ποιο λόγο αυτός που θέλει να σπουδάσει ΜΜΕ ή οικονομικές επιστήμες να διαβάσει λογοτεχνία, να δει μια έκθεση ζωγραφικής, ν’ ακούσει ένα μουσικό έργο, αφού δεν κερδίζει λεφτά από αυτό ούτε προσθέτει κάτι σχετικό στο βιογραφικό του; Η καλλιέργεια, όμως, δεν έχει να κάνει με τη χρήση, διότι υπάρχουν πολλά ¨άχρηστα¨ πράγματα, τα οποία, όμως, είναι πιο αναγκαία στη ζωή από τα ¨χρήσιμα¨.»
«Πιστεύω, πάντως, ότι το πρόβλημα ανιχνεύεται στην προβληματική σχέση που έχουμε με το παρελθόν. Επειδή ακριβώς θεωρούμε ότι μας ¨ανήκει¨, δεν το γνωρίζουμε, αφού, ως κάτι τόσο οικείο, δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να το παρατηρήσουμε. Αν πάρει κανείς, για παράδειγμα, την έκδοση των αρχαίων κειμένων, θα διαπιστώσει ότι στην Αγγλία τα εκδίδει το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στην Αμερική το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, και στην Ελλάδα… οι ¨Εκδόσεις Κάκτος¨ και όχι φυσικά ένας φορέας όπως η Ακαδημία Αθηνών. Κατά συνέπεια, πολλά κείμενα μεταφράζονται από την ¨εκδοτική ομάδα Κάκτου¨, όπως αναγράφεται στις σελίδες των τίτλων. Επομένως, ποιος παίρνει την τελική ευθύνη για τη μετάφραση και τον σχολιασμό τέτοιων δύσκολων, απαιτητικών κειμένων; Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα σ’ αυτόν τον τομέα. Είμαι όμως αρκετά αισιόδοξος, για να συνεχίσω να γράφω και να πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμη μικρές νησίδες, όπου άνθρωποι με κοινές ανάγκες και ευαισθησίες μπορούν ακόμη να συνομιλούν και να συγκινούνται. Όπως έχω πει παλαιότερα για τον εαυτό μου: ¨είμαι η χαρούμενη πλευρά ενός θλιμμένου ανθρώπου¨.»
Στο τέλος, ο διάλογος οδηγείται στη ¨ραπ¨ μουσική, την οποία παραδέχεται πως ακούει. Θα μπορούσε να την αποκαλέσει κανείς ¨συγγενή της ποίησης¨; «Η ραπ είναι κάτι που συνδυάζει στίχο με μουσική, αλλά το θέμα παραμένει: αν αφαιρέσεις τη μουσική, το ποίημα αυτό καθαυτό στέκει; Πολλά τραγούδια υποτίθεται στηρίζονται σε κάποιο ποίημα, συνήθως ομοιοκατάληκτο, αλλά, αν φύγει η μουσική, τι μένει; Στο Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του Βερολίνου φέτος, ένας διάσημος Αμερικανός ράπερ έπαιξε το κομμάτι του. Την ώρα που το έπαιζε πρόσφερε όντως ένα θέαμα εντυπωσιακό. Αλλά εντυπωσιακό, όπως ένα πυροτέχνημα που σκάει στον ουρανό: το θαυμάζουμε για λίγο και έπειτα χάνεται για πάντα. Διότι η αντοχή, η δύναμη της ποίησης, είναι να θέλει κανείς να επιστρέφει στα ποιήματα ξανά και ξανά. Σε δέκα χρόνια από τώρα που θα ’χει αλλάξει το μουσικό γούστο και θ’ ακούμε κάτι άλλο, τα ποιήματα που ακούμε σήμερα στη ραπ μουσική θα διαβάζονται τότε; Αμφιβάλλω.»
Για το δικό μας κλείσιμο επιλέγω να εναποθέσω, εκείνο που μου έμεινε από τη δίωρη επικοινωνία που είχαμε μαζί του στην πανεπιστημιακή αίθουσα: «Να τολμάτε ό,τι φοβάστε! Έτσι μόνο θα ζήσετε.» Το αν θα τον ακούσετε ή θα τον ¨ψάξετε¨ είναι στο δικό σας χέρι...


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου