Γιώργος Λούκος

Ο Γιώργος Λούκος είναι από το 2005 ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ενώ σε μια καριέρα που ξεκινά από το 1972, έχει περάσει από το Théâtre du Silence, την Όπερα της Ζυρίχης, το Φεστιβάλ Beirut της Γερμανίας, την Όπερα της Μασσαλίας και τη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης. Από το 1984 μέχρι τις μέρες μας είναι Διευθυντής Χορού στην Όπερα της Λυών,όπου έχει καλέσει τους σπουδαιότερους χορογράφους της εποχής μας. Από το 1992  είναι Διευθυντής του Φεστιβάλ Χορού στις Κάννες και το 1995 ο Υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας του απένειμε τον τίτλο του Chevalier des Arts et des Lettres, ενώ το 2000 απέκτησε τον τίτλο του Officier des Arts et des Lettres. Την ίδια χρονιά κέρδισε το βραβείο Joyce Foundation για τις συνεργασίες ευρωπαϊκών και αμερικανικών σχημάτων που έχει επιτελέσει. Αυτοί είναι αρκετοί λόγοι για να αποτελέσει το επίκεντρο ερίδων στο ελληνικό έδαφος...
Το φεστιβάλ αυτό ίσως έχει και κάποιες επιπλέον σημαντικές προεκτάσεις. Δεν αποτελεί μόνο ένα μεγάλης αξίας εγχώριο, ¨πολιτιστικό δρώμενο¨. «Η ίδρυση του φεστιβάλ ήταν κάτι περισσότερο από μια ¨εφεύρεση¨. Ήταν μια πολιτική πράξη και μια κίνηση στρατηγικής όσον αφορά τις διεθνείς μας σχέσεις. Σκεφτείτε ότι τη δεκαετία του ’50 η Ελλάδα ήταν περικυκλωμένη από κομμουνιστικά κράτη (Αλβανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία) και αποκλεισμένη από την Ευρώπη, στην οποία υποτίθεται πως ανήκαμε ή, τέλος πάντων, θέλαμε να ανήκουμε. Με το φεστιβάλ ¨κλείσαμε το μάτι¨ στους ξένους, τους κάναμε νόημα: ¨Κοιτάξτε, εδώ είμαστε!¨ Η συγκυρία ήταν ιδανική. Είχαμε τότε κάτι καταπληκτικό, που δεν ξέρω αν θα ξανασυμβεί, είχαμε δύο major classical music stars, τον Δημήτρη Μητρόπουλο και τη Μαρία Κάλλας. Το διανοείστε; Ο διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας Νέας Υόρκης και η μεγαλύτερη σοπράνο του πλανήτη ήταν Έλληνες. Την ίδια εποχή­ η Κατίνα Παξινού ήταν μια ηθοποιός­ με Όσκαρ και διεθνή αίγλη. Ταυτόχρονα υπήρχε μια πολιτική τάξη πολύ διαφορετική από ό,τι η τωρινή. Ο Τσάτσος και ο Κανελλόπουλος, με σπουδές στο εξωτερικό και βαθιά παιδεία αλλά και γνώση της Ιστορίας και του πολιτισμού μας, θέλησαν να δείξουν πως η Ελλάδα, αυτή η χώρα που βρίσκεται στην Ανατολή, δίπλα στην Αίγυπτο και την Τουρκία, είναι ιστορικά η καρδιά της Ευρώπης. Άνθησε τότε μια ιδέα στην οποία έπρεπε να έχουμε επενδύσει πολλά περισσότερα, αλλά δεν το έχουμε κάνει ακόμη: ο πολιτιστικός μας τουρισμός συνιστά μια πηγή πλούτου όπως συμβαίνει, λόγου χάρη, στο Παρίσι, καθώς και στη Ρώμη… Η έννοια της στρατηγικής μάς λείπει. Αντί για το λεγόμενο promotion strategy, εδώ υπερισχύει πλέον το ¨δεν υπάρχουν λεφτά¨ ή το ¨φέρε, μωρέ, τον τάδε στο ­φεστιβάλ γιατί είναι κουμπάρος μου¨. Είναι δυνατόν;» 
Ποιες, άραγε, στιγμές θα ξεχώριζε ο ίδιος; «Έχω δει πολλές κακές παραστάσεις, αρκετές μέτριες κι ελάχιστες καλές. Από τις καλές θα ξεχωρίσω εκείνες που είχαν σημασία ως επιλογή. Παίξαμε, για παράδειγμα, πρώτη φορά Μπέκετ στην Επίδαυρο, τις ¨Ευτυχισμένες μέρες¨ με τη Φιόνα Σο. Παρότι κάποιοι, οδηγημένοι από εθνικιστικά κίνητρα, υποστήριξαν πως αυτό δεν πρέπει να γίνει, η παράσταση ανέβηκε, αποδεικνύοντας πως η Επίδαυρος είναι διαχρονική, η ιδέα της τραγωδίας είναι επίσης διαχρονική και ο Μπέκετ είναι παιδί του ­Αισχύλου! Μου άρεσε, επίσης πολύ όταν είχε έρθει η Πίνα Μπάους με την όπερα ¨Ορφέας και Ευρυδίκη¨ του Γκλουκ. Και μόνο που την έβλεπα να περπατά στο αρχαίο θέατρο, να κάνει πρόβες, να χορογραφεί την παράσταση, να την παρακολουθεί με αγωνία και, τέλος, να υποκλίνεται, ενώ το κοινό στεκόταν όρθιο και τη χειροκροτούσε, ήταν για εμένα σημαντικό, συγκινητικό και σπάνιο.» 
Αναγνωρίζει φυσικά πως, τότε με το ¨Χειμωνιάτικο Παραμύθι¨ του Σαίξπηρ, ήταν πολλοί εκείνοι που παρευρέθηκαν για τον Ίθαν Χοκ, «...που δεν ήξεραν, ούτε το έργο, ούτε την Επίδαυρο – έψαχναν για ένα παλιό θέατρο. Μπορεί όμως να ξανάρθουν να δουν έναν Σοφοκλή ή έναν Μπέκετ. Κάτι είναι κι αυτό.»
Τελικά, το ελληνικό στοιχείο επανήλθε, ύστερα από το σπουδαίο ¨άνοιγμα των συνόρων¨ και αυτό για πρακτικούς λόγους. «Κάποιες­ (παραστάσεις) που ακύρωσα φέτος εύχομαι να καταφέρω να τις φέρω του χρόνου που θα γιορτάσουμε τα 60χρονα του Φεστιβάλ Επιδαύρου… Θέλω όμως να επισημάνω κάτι: δεν πιστεύω ότι η επιλογή των ξένων συνεπάγεται αυτόματα ανώτερη ποιότητα. Δεν είναι δηλαδή απαραίτητο ο Σαμ Μέντες (ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης, που έφερε μαζί του τον Κέβιν Σπέισι ως Ριχάρδο Γ΄) να είναι σπουδαιότερος από τον Σίμο Κακάλα (ο νέος σκηνοθέτης από τη Θεσσαλονίκη, με το ¨Άσκηση Επίδαυρος – Σύσσημον¨ στις 31/8/2013). Μπορεί η παράσταση του Μέντες να ήταν και τις 3 ημέρες sold out, αλλά δεν ήταν απαραίτητα μια σπουδαία παράσταση!»
Το θέατρο αυτό που σε αφήνει γυμνό κάτω από μυριάδες αστεριών, μόλις σβήσουν τα φώτα, πριν το τελευταίο χειροκρότημα είναι διαχρονικά ένας χώρος επιβλητικός. Η ιστορία που κουβαλά βαραίνει τις πλάτες όποιου πατά το θρυλικό του χώμα. «Η Αριάν Μνουσκίν και ο Πατρίς Σερό μου είπαν: ¨Φοβάμαι¨. Συγκεκριμένα στη Μνουσκίν είχα προτείνει να επαναλάβει στην Επίδαυρο την εμβληματική της παράσταση ¨Ατρείδες¨. Κι όμως δίστασε. Αυτή η μεγάλη σκηνοθέτις ένιωσε δέος απέναντι στην ιερότητα του αρχαίου θεάτρου. Όλοι οι ξένοι θεωρούν ότι μια σκηνοθεσία στην Επίδαυρο είναι κάτι πολύ σημαντικό – και δικαίως. Μου φαίνεται, λοιπόν, αδιανόητη η ευκολία με την οποία ορισμένοι Έλληνες σκηνοθέτες μου προτείνουν να ανεβάσουν κάτι στην Επίδαυρο χωρίς να έχουν την εμπειρία ή χωρίς να έχουν καταθέσει σοβαρό καλλιτεχνικό έργο. Ίσως φταίει που η Επίδαυρος είναι ¨δική μας¨, πάντως κάποιοι ντόπιοι καλλιτέχνες την αντιμετωπίζουν σαν… εκδρομή.»
Βέβαια, σε μια ζωή που τρέχει, διεκδικεί και το σύγχρονο τη θέση του στην τέχνη, η οποία άλλωστε από τη φύση της δε γνωρίζει χρονικούς περιορισμούς. Περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν με τον τρόπο αυτό την ευκαιρία να παρακολουθήσουν μία παράσταση. «Και δεν μιλάμε μόνο για τους συνήθεις κοσμικούς ή τους ανθρώπους της κουλτούρας, αλλά και για πολλά νέα παιδιά που, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που διαθέτουμε, αποτελούν το 70% των θεατών. Εξάλλου, έπρεπε κάποτε το Φεστιβάλ να ¨απογαλακτιστεί¨ από τους εμβληματικούς του χώρους –δίχως φυσικά να τους εγκαταλείψει–, αναζητώντας νέες σκηνές, νέα σημεία αναφοράς. Αυτό το πετύχαμε σε μεγάλο βαθμό με το κτήριο της Πειραιώς π.χ., ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο με την τόση απήχηση που έχει θα έπρεπε να είχε ήδη αγοραστεί από το ΥΠΠΟ, φαίνεται όμως πως μερικές προσπάθειες δεν εκτιμώνται όσο πρέπει στη χώρα μας και πράγματα αυτονόητα αλλού, εδώ δεν ισχύουν.»
Αλλά... «Ζούμε σε μια χώρα που έχει περισσότερα θέατρα από το Παρίσι και το Βερολίνο μαζί ή και το Λονδίνο. Από τη στιγμή που υπάρχουν όλα αυτά τα θέατρα σημαίνει ότι υπάρχει και κοινό. Στην Πειραιώς είναι συνεχώς κάθε βράδυ όλα sold out. Πράγματι έρχονται πάρα πολύ καλλιτέχνες και νέοι μαθητές, μελλοντικοί του θεάτρου. Ίσως να είναι και πιο προσιτό το θέατρο στην ελληνική κουλτούρα που δεν έχουμε κλασική παιδεία. Και η Βενεζουέλα όμως δεν είχε και είδαμε τι έκανε με την Ορχήστρα της.»
Και η καλλιτεχνική εικόνα της Ελλάδας στα μάτια των ξένων; «Σε γενικές γραμμές αρκετά ικανοποιητική, θα έλεγα. Ειδικά για ορισμένες τέχνες, σινεμά, μουσική αλλά και θέατρο, η ανταπόκριση είναι πολύ θετική. Υπάρχουν ονόματα τόσο ¨γηγενών¨ Ελλήνων όσο και της διασποράς που έχουν κάνει αίσθηση, όπως ο Λεωνίδας Καβάκος, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Πέτρου, ο Θόδωρος Κουρεντζής, ο Κωνσταντίνος Καρύδης και άλλοι. Θα ήταν, εκτιμώ, ακόμα περισσότεροι, αν υπήρχε μια συνεπής σχετική πολιτική και προωθούνταν περισσότερο οι πολιτιστικές ανταλλαγές. Υπάρχουν, επίσης, τομείς με τεράστιο πλούτο που ελάχιστα έχουμε αξιοποιήσει, όπως είναι η ελληνική μουσική. Εδώ έχουμε να επιδείξουμε μεγάλη παραγωγή με αληθινό ενδιαφέρον κι ενθουσιασμό σε μια διεθνή γλώσσα – ας το εκμεταλλευτούμε. Μα, είναι δυνατόν η τελευταία γνωστή στο εξωτερικό Ελληνίδα τραγουδίστρια να είναι η Νάνα Μούσχουρη; Ή μήπως τα fado είναι καλύτερα από τα ρεμπέτικα;»
Προχωρά υποστηρίζοντας πως η θέση της είναι ακόμη πιο ψηλά. «Η Ελλάδα είναι εκτός πολιτιστικού δικτύου. Γι΄ αυτό όταν είδα τη συνεργασία-συμμαχία ανάμεσα στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, με τον Κέβιν Σπέισι και τον Σαμ Μέντες, θέλησα να μπω κι εγώ μέσα, ώστε αργότερα να βάλουμε και εμείς το δικό μας μερτικό, έναν δικό μας σκηνοθέτη. Για μένα μία από τις επιτυχίες του Φεστιβάλ είναι ο Μαρμαρινός στο Παρίσι με το “Πεθαίνω σα χώρα”. Γιατί η Ελλάδα δεν είναι μόνο greek salad, feta cheese, σουβλάκι και μπουζουκάκι. Είναι και ένα σωρό άλλα πράγματα και έχουμε καλλιτέχνες που μπορούν να τα υποστηρίξουν».
Παρά τα αρνητικά της, παραμένει πάντα η Ελλάδα και κουβαλά την ελπίδα, ριζωμένη στις ψυχές των νέων... «Είναι μια χώρα γεμάτη αντιθέσεις. Ανάμεσα όμως σε όλα αυτά συμβαίνουν και τόσο πολλά θετικά, όπως η περιέργεια και το ενδιαφέρον των νέων. Το κοινό της Πειραιώς είναι καταπληκτικό, δεν υπάρχει τέτοιο κοινό στην Όπερα της Λυών. Βέβαια για μένα Ελλάδα σημαίνει το γραφείο και η Πειραιώς, το Φεστιβάλ. Ζω από το ένα θέατρο στο άλλο αλλά είναι κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και ομολογώ ότι τη βλέπω ως Έλληνας την Ελλάδα. Κυρίως τώρα που όταν διαβάσεις ξένες εφημερίδες σε πιάνει κατάθλιψη. Ελπίζω να βγούμε από την κρίση και να έχουμε μάθει κάτι


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου