Charles Bukowski

                                                                                                                          Επιμέλεια: Ιωάννα Μπίθα
                                                                                                                                 www.synenteuxis.gr

«10μμ με 2πμ, τσιγάρα, κλασική μουσική στο ραδιόφωνο, ένα μπουκάλι κρασί και μια γραφομηχανή»... Κάπως έτσι περιέγραφε την ατμόσφαιρα ο μεγάλος ποιητής και συγγραφέας όταν αποφάσιζε να συγγράψει διότι, όπως έλεγε, μόνο τη νύχτα εμφανιζόταν η μαγεία και εκείνος μπορούσε να κάνει τα μαγικά του. Ο Charles Bukowski κατηγορήθηκε από πολλούς για τον χαρακτήρα του και την παρακμιακή ζωή που έκανε όταν αποφάσισε να αποσυρθεί για 10 χρόνια από τη συγγραφική τέχνη για να «ζήσει». Οι άσωτες όμως εμπειρίες που συνέλεξε ήταν αυτές που στη συνέχεια αποτυπώθηκαν στα εξ ολοκλήρου αυτοβιογραφικά του έργα, καθιστώντας τον έναν από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες στο είδος του, το λεγόμενο «Βρώμικο Ρεαλισμό» του οποίου θεωρείται και πατέρας. Άφησε πίσω του 60 ολοκληρωμένα έργα, χιλιάδες ποιήματα, εκατοντάδες σύντομες ιστορίες και έξι νουβέλες.
  



    Υπήρξε ένας άνθρωπος μοναχικός και κλεισμένος στον εαυτό του, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε ποιητές. Αυτό βέβαια δεν τον απασχολούσε καθώς επιθυμούσε να περνάει χρόνο με τον εαυτό του: «Η μοναξιά είναι κάτι που ποτέ δεν με απασχόλησε ως ζήτημα, αφού ανέκαθεν είχα μια τρομερή επιθυμία για απομόνωση. Υπήρξαν στιγμές που βρισκόμουν σε ένα μέρος γεμάτο ανθρώπους που ζητωκραύγαζαν για κάτι, κι εγώ, μέσα σε τόσο κόσμο, ένιωθα μοναξιά. Αντιγράφω τον Ίψεν: “Οι δυνατότεροι άντρες είναι και οι πιο μοναχικοί”». Εξίσου αδιάφορο τον άφηνε το ζήτημα της φήμης, για την οποία είχε μια ιδιαίτερη και σπάνια, θα λέγαμε, άποψη: «Είναι πραγματικά φρικτή. Είναι ο κοινός παρονομαστής σε μια κλίμακα πτώσης. Είναι άχρηστη. Ένα επιλεκτικό κοινό είναι πολύ καλύτερο».

    Η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους υπήρξε για εκείνον μηδαμινής σημασίας: «Μπορώ να κάνω και χωρίς τους ανθρώπους. Δεν με γεμίζουν. Αντιθέτως με αδειάζουν. Μπορεί να μην υπάρχει κόλαση, όμως όλοι αυτοί που συναναστρέφεσαι καθημερινά μπορούν να σου τη δημιουργήσουν». Παρά την αρνητική του ιδέα για τους ανθρώπους, όμως, μέσα του διατηρούσε ζωντανή την ελπίδα για ίχνη καλοσύνης στον κόσμο: «Δεν ξέρω από πού προέρχεται, αλλά αισθάνομαι ότι υπάρχει μια έννοια απόλυτης, έμφυτης καλοσύνης στον καθένα μας.  Δεν πιστεύω σε Θεούς, πιστεύω όμως σε αυτή την «καλοσύνη», η οποία σαν ένας αγωγός, διατρέχει ολόκληρο το σώμα μας. Μπορεί να είναι θέμα ανατροφής. Είναι μαγεία όταν σε ένα κυκλοφοριακό κομφούζιο στην εθνική κάποιος σου κάνει χώρο για να αλλάξεις λωρίδα... Αυτό σου δίνει ελπίδα ότι τα πράγματα μπορεί να καλυτερέψουν... Ίσως και όχι!».
    Όταν του ζητούσαν να δώσει τη δική του απάντηση σχετικά με το ρόλο του ποιητή και το χρέος του απέναντι στον κόσμο, εκείνος απαντούσε: «Ο ρόλος του είναι σχεδόν μηδενικός...Ο ποιητής, κατά κανόνα είναι μισός άνθρωπος, όχι πραγματικός άνθρωπος και δεν είναι σε θέση να καθοδηγήσει τους πραγματικούς άντρες σε αγώνες ή σε ζητήματα θάρρους. Ξέρω πως αυτά ακούγονται αρνητικά αλλά πρέπει να λέω αυτά που πιστεύω». Τι έχει σημασία λοιπόν για έναν ποιητή; «Το μόνο πράγμα που έχει σημασία  είναι η επόμενη γραμμή που θα γράψει. Όλα όσα συνέβησαν στο παρελθόν δεν έχουν καμία σημασία. Αν δεν μπορείς να γράψεις την επόμενη γραμμή, είσαι σαν νεκρός. Μόνο η επόμενη γραμμή, εκείνη η γραμμή που σου έρχεται ενώ η γραφομηχανή περιστρέφεται, αυτή είναι η πραγματική μαγεία, η ομορφιά. Η επόμενη γραμμή. Αν είναι καλή βέβαια... Κι αυτό με ανησυχεί αρκετά. Η΄μάλλον όχι. Δεν με ανησυχεί. Ας υποθέσουμε πως η επόμενη γραμμή είναι κακή. Όμως δεν είμαστε οι καλύτεροι κριτές του εαυτού μας, σωστά; Φαντάζομαι πολλούς άντρες που συνεχίζουν να γράφουν ενώ σκέφτονται: “Όσα γράφω είναι υπέροχα!”».

 

  
Τα εκκεντρικά του ποιήματα τα οποία ομολογούσε πως κατά 99% είναι αυτοβιογραφικά, δημιουργούσαν μια αρνητική εικόνα και ιδέα για τον
Bukowski. Μάλιστα, η παραδοχή αυτή τον έβαλε  συχνά σε μπελάδες, όπως για παράδειγμα το 1987, όταν του προσήψαν την κατηγορία του βιαστή: «Έγραψα ένα διήγημα από την οπτική ενός βιαστή, ο οποίος βίασε ένα νεαρό κορίτσι. Λοιπόν, οι άνθρωποι με κατηγόρησαν. Μου πήραν συνέντευξη. Έλεγαν: "Σας αρέσει να βιάζετε μικρά κορίτσια;". Κι εγώ είπα: "Όχι φυσικά. Φωτογραφίζω τη ζωή". Τα ποιήματά του ήταν απλά ως προς τη θεματολογία και φωτογράφιζαν συμβάντα της καθημερινότητας, με τις όμορφες αλλά και τις άσχημες στιγμές της: «Αυτό που προσπαθώ να κάνω, αν μου επιτρέπετε, είναι να φέρω στο προσκήνιο τη ζωή ενός εργαζόμενου σε κάποιο εργοστάσιο..τη γυναίκα του, που φωνάζει όταν εκείνος επιστρέφει από τη δουλειά. Τις βασικές αλήθειες και πραγματικότητες που υπάρχουν στην καθημερινότητα όλων των ανθρώπων...Αυτά τα θέματα, τα οποία σπάνια αναφέρονται στην Ποίηση. Στο παρελθόν η ποίηση ήταν ντροπιαστική, φρικτή. Ήταν ψεύτικη και σνομπ. Καταλαβαίνω γιατί στο σχολείο οι συμμαθητές μου γελούσαν στο μάθημα. Είναι υπερεκτιμημένη»
   Οι απόψεις του συχνά τον έφερναν αντιμέτωπο με κατηγορίες και χαρακτηρισμούς, με πιο συνήθη αυτόν του «κυνικού»: «Κατηγορούμαι συνεχώς ότι είμαι κυνικός. Συμφωνώ ότι εμπεριέχει μια τάση αδυναμίας, όμως δεν μπορώ να ακούω ότι όλα είναι καλά: “Ο ήλιος λάμπει, τα πουλιά κελαηδούν – άρα χαμογέλα!”. Αυτά είναι επίσης βλακείες. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο. Μπορεί ο κυνισμός να είναι αδυναμία, όμως με βοηθάει να ξεπερνάω την καθημερινή βλακεία». Τα αρνητικά σχόλια για τον ίδιο και τα έργα του ήταν ποικίλα, όπως εξάλλου και τα θετικά, τα οποία όμως τον ενοχλούσαν εξίσου: «Οι άνθρωποι συχνά συγχίζονται με αυτά που γράφω και καταλήγουν να με μισούν. Κάποιοι ποιητές της «ελίτ» γνωρίζω ότι με μισούν. Νιώθω το μίσος τους και πιστεύω πως είναι καλό που υπάρχει, γιατί δείχνει πως κάνω κάτι σωστά. Αν βέβαια όλοι μισούσαν τα έργα μου, τότε τα βιβλία μου δεν θα πωλούνταν. Όμως αρκετοί από αυτούς που με μισούν αγοράζουν τα βιβλία μου. Αν εγώ μισούσα κάποιον απλά θα έμενα μακριά του. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θέλει να σε σκοτώσει, να σε πατήσει με το αμάξι του, να σε φιμώσει, να σου κόψει τα δάχτυλα – και αντίστοιχα κάποιος που δεν μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ επειδή σε σκέφτεται. Σαφώς, μαζί με αυτούς που σε μισούν, υπάρχουν και αυτοί που σε αγαπούν, και αυτό είναι εξίσου δύσκολο να  το  αντέξεις».
 

 Πλήθος ήταν οι αντιπάθειες και οι ιδιορρυθμίες του μεγάλου ποιητή. Οι μεγαλύτερές του συμπάθειες, όμως, ήταν το αλκοόλ και...ο εαυτός του!:
«Το αλκοόλ είναι πιθανώς ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχουν εμφανιστεί στη γη – μαζί με εμένα. Ναι... είμαστε δυο από τα καλύτερα πράγματα επάνω σε αυτή τη Γη. Γι’αυτό και τα πάμε καλά εκείνο κι εγώ. Με απελευθερώνει και μου επιτρέπει να μεταμορφώνομαι σε ήρωας, και να μετακινούμαι στο χώρο και το χρόνο, να κάνω όλα τα τολμηρά πράγματα». Αν η ποίηση ανήκει στα τολμηρά πράγματα, τότε μάλλον το αλκοόλ ήταν ένας «δημιουργικός φίλος» για το μεγάλο ποιητή, καθώς όλα του τα ποιήματα τα έγραφε υπό την επήρεια του αλκοόλ: «Δεν νομίζω πως έχω γράψει κάποιο ποίημα νηφάλιος. Το αλκοόλ μου επιτρέπει να αποστασιοποιούμαι από τα πράγματα αλλά και να τα απολαμβάνω. Να αποκτώ πραγματική συναίσθηση για το πώς η μια μέρα διαδέχεται την άλλη, ο ένας χρόνος τον άλλο. Το να πίνει κανείς μοιάζει με...απόπειρα αυτοκτονίας που σου επιτρέπει να επιστρέφεις στη ζωή και να τη βλέπεις με άλλα μάτια. Είναι σα να αναγεννιέσαι. Έχεις την αίσθηση ότι ζεις παράλληλες ζωές και μάλιστα ως διαφορετικός άνθρωπος. Δεν μπορώ να σας πω αν είναι καλό ή κακό. Είναι σίγουρα όμως διαφορετικό. Έτσι, μπορώ και απολαμβάνω τη μια ζωή μου ως συγγραφέας και την άλλη ως πότης».
 
  Για 10 χρόνια ο Bukowski εγκατέλειψε τη συγγραφή ώστε να ζήσει μια παρακμιακή ζωή. Τη δεκαετία εκείνη συνέλεξε εμπειρίες τις οποίες αργότερα μοιράστηκε με το κοινό, σε μια προσπάθεια να γράψει «αληθινή» ποίηση, βγαλμένη από τη ζωή, ρεαλιστική και σκοτεινή, όμως παρ’όλα αυτά, λυρική. Η απάντηση για το λόγο που αποφάσισε να αποσυρθεί ήταν η εξής: «Για το ποτό. Και κάπου στο ενδιάμεσο περιφερόμουν σε διάφορες πόλεις, σε χαμηλόμισθες δουλειές. Είδα πολύ μικρό νόημα σε όλα αυτά. Έζησα μια αρκετά αυτοκτονική ζωή και γνώρισα μερικές σκληρές και τρελές γυναίκες. Μερικά από αυτά τα συμβάντα τα ενέταξα αργότερα στα έργα μου. Στα 50 μου αποφάσισα να αφήσω τη δουλειά μου και να γίνω επαγγελματίας συγγραφέας, δηλαδή κάποιος ο οποίος πληρώνεται για τα ορνιθοσκαλίσματά του. Στάθηκα τυχερός, και ακόμα είμαι». Όταν πήρε την απόφαση να αφήσει πίσω του την παρακμιακή ζωή, σε ένα γράμμα του είχε αναφέρει τα ακόλουθα: «Έχω δύο επιλογές - να παραμείνω στη δουλειά στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας... Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας"».  Μια δεκαετία άσωτης ζωής, η οποία περιγραφόταν ακόμα και από τον ίδιο ως αυτοκτονική, φαντάζει πράγματι εφιαλτική. Όμως, ο Bukowski τελικά αποδεσμεύτηκε από αυτή, όντας πιο ώριμος και πιο ολοκληρωμένος ως λογοτέχνης: «Σταμάτησα να γράφω για 10 χρόνια και εκείνα ήταν τα 10 πιο δύσκολα χρόνια της ζωής μου: ποτά, νοσοκομεία, φυλακή, γυναίκες, άσχημες δουλειές, τρέλα. Ακόμα και τώρα αναλογίζομαι κάποια γεγονότα που συνέβησαν τότε και γράφω κάποιο ποίημα, μια μικρή ιστορία. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μερικοί γράφουν στα 20 τους... Όταν ήμουν 20 έγραφα κι εγώ σαν τρελός. Νομίζω πως όταν είσαι νέος γράφεις όπως νιώθεις, πιο βαθιά από τις εμπειρίες που έχεις. Αλλά πιστεύω πως είναι καλύτερο να είσαι μεγαλύτερος και να ατενίζεις το παρελθόν σου».
 
   Ο
C.Bukowski απεβίωσε την 9η Μαρτίου του 1994 νικημένος από τη λευχαιμία, στην ηλικία των 73 ετών. Στον τόπο όπου κείτεται αναγράφονται οι λέξεις «Μην προσπαθείς», μια φράση η οποία χρησιμοποιείται σε ένα από τα ποιήματά του. Το νόημα της φράσης αυτής, είχε αποδώσει αρκετά χρόνια πριν, το 1963, ως εξής: «Εάν σπαταλάς όλη σου την ώρα προσπαθώντας, τότε το μόνο που κάνεις είναι να προσπαθείς. Γι' αυτό μην προσπαθείς. Πράξε». Σοφά λόγια, από μια πολύπλοκη και αρκετά παρεξηγημένη προσωπικότητα, που κατείχε μια μεγάλη και εξαιρετικά ταραχώδη εμπειρία ζωής.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου