Gabriel Garcia Marquez

Γεννήθηκε το 1927 σε ένα χωριό της Κολομβίας, την Αρακατάκα. Σε όλη του τη ζωή ακροβατούσε ανάμεσα στο ρεαλισμό, το αναγκαίο χαρακτηριστικό της  δημοσιογραφίας, και το φανταστικό στοιχείο που απαιτούσε η λογοτεχνία. Τελικά, τις δυο αυτές αγάπες του, τη δημοσιογραφία και τη Λογοτεχνία, τις συνέδεσε σχηματίζοντας ένα νέο λογοτεχνικό ρεύμα, το  «Μαγικό Ρεαλισμό». O Gabriel Garcia Marquez ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής και το 1982 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε ένα πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου» . 


Σε μια συνέντευξη είχε πει την εξής φράση: «Ό,τι μπαίνει στο στόμα μου με παχαίνει, και ό,τι βγαίνει από το στόμα μου με ντροπιάζει», πράγμα άτοπο, τουλάχιστον ως προς το δεύτερο σκέλος, κι αυτό θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε παρακάτω, μέσα από τα δικά του λόγια..


  Το ταλέντο του στο γραπτό λόγο έγινε εμφανές από πολύ νωρίς, καθώς ήδη από το λύκειο όλοι τον θεωρούσαν συγγραφέα: «
Όταν ήμουν στο λύκειο είχα τη φήμη του συγγραφέα, ενώ στην πραγματικότητα δεν έγραφα τίποτα. Κάθε φορά όμως που χρειαζόταν να γραφτεί ένα φυλλάδιο ή μια αναφορά, πάντα τα έγραφα εγώ, επειδή με θεωρούσαν συγγραφέα». Λίγα χρόνια αργότερα, ο Marquez επιχείρησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη συγγραφή, η οποία σύντομα μετατράπηκε στην μεγαλύτερή του αδυναμία: «‘Αρχισα να γράφω σχεδόν κατά τύχη, ίσως μόνο για να αποδείξω σε ένα φίλο ότι η γενιά μου ήταν ικανή να παράγει συγγραφείς. Μετά από αυτό, έπεσα στην παγίδα να γράφω για  τέρψη και μετά στην επόμενη παγίδα της ανακάλυψης ότι δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να αγαπώ περισσότερο από το να γράφω». Η αγάπη αυτή όμως, ήταν τρισυπόστατη: «Ηθελα να γίνω δημοσιογράφος. Ήθελα να γράφω νουβέλες και ήθελα να κάνω κάτι παραπάνω για μια καλύτερη κοινωνία. Αυτά τα τρία πράγματα, σκέφτομαι πως τώρα, είναι αχώριστα».
   
Η αγάπη του για τη συγγραφή τον ώθησε να ασχοληθεί αρχικά με τη δημοσιογραφία και στη συνέχεια με τη λογοτεχνία. Τα δυο αυτά επαγγέλματα τα ασκούσε παράλληλα καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του, ενώ η σύζευξή τους αυτή ήταν που γέννησε το λογοτεχνικό ρεύμα του Μαγικού Ρεαλισμού: «
Τα μυθιστορήματα βοήθησαν τη δημοσιογραφία μου, επειδή της έδωσαν λογοτεχνική πνοή. Η δημοσιογραφία βοήθησε τα μυθιστορήματά μου επειδή με κράτησε σε στενή επαφή με την πραγματικότητα. Δεν με δίδαξε να χρησιμοποιώ πιο αποτελεσματικά τη γλώσσα, όπως συνηθίζουν να λένε. Με δίδαξε τον τρόπο να δανείζω στις ιστορίες μου την αυθεντικότητα». Τα εμποτισμένα με δημοσιογραφικό ρεαλισμό μυθιστορήματά του ξάφνιαζαν πολλούς και τους ωθούσαν στην υπόθεση πως όσα έγραφε αποτελούσαν προοϊόντα της φαντασίας του, κάτι το οποίο φυσικά δεν ίσχυε: «Με εκπλήσσει το γεγονός ότι με επαινούν κυρίως για τη φαντασία στη δουλειά μου ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει γραμμή σε όσα έχω γράψει που να μην βασίζεται στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα είναι ότι η πραγματικότητα της Καραϊβικής μοιάζει πολύ στην πιο άγρια φαντασία». Στην πραγματικότητα, το ζήτημα της φαντασίας ήταν κάτι που απεχθανόταν: «Επειδή πιστεύω ότι η φαντασία είναι απλά ένα όργανο για την παραγωγή πραγματικότητας και πως η πηγή της δημιουργίας είναι πάντα, σε τελευταία ανάλυση, η πραγματικότητα». Τι απασχολούσε λοιπόν τον πατέρα του Μαγικού Ρεαλισμού; «Το μεγαλύτερό μου μέλημα ήταν να καταστρέψω τη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει αυτό που μοιάζει αληθινό με αυτό που μοιάζει φανταστικό, επειδή στον κόσμο που προσπαθούσα να επικαλεστώ αυτός ο φραγμός δεν υπήρχε».


Έμπνευση:
Πρόκειται ίσως για μια από τις πιο συχνά ανασημασιοδοτούμενες λέξεις, η οποία έχει ερμηνευτεί διαφορετικά από ποικίλες προσωπικότητες του χώρου της τέχνης. Ο Marquez είχε δώσει τη δική του ερμηνεία: «Είναι μια λέξη που έχει απαξιωθεί από τους Ρομαντικούς. Δεν τη βλέπω σαν κατάσταση χάριτος, ούτε σαν πνοή από τον παράδεισο, αλλά σαν μια στιγμή όπου με επιμονή και εγκράτεια γίνεσαι ένα με το θέμα σου. Όταν θες να γράψεις κάτι, ένα είδος αμοιβαίας έντασης δημιουργείται ανάμεσα σε εσένα και στο θέμα, και έτσι ωθείς το θέμα να συνεχίσει και το θέμα ωθεί εσένα. Έρχεται μια στιγμή που όλα τα εμπόδια εξαφανίζονται, όλες οι εντάσεις, και όλα όσα ονειρεύτηκες σου συμβαίνουν και εκείνη τη στιγμή δεν φαντάζει τίποτα πιο όμορφο από τη συγγραφή. Αυτό είναι που ονομάζω έμπνευση». Πότε και πού είχε λοιπόν έμπνευση ο μεγάλος λογοτέχνης; «Σε ένα απομονωμένο νησί το πρωί και σε μια μεγάλη πόλη το βράδυ. Το πρωί χρειάζομαι την ησυχία, και το απόγευμα μερικά ποτά και κάποιους καλούς φίλους να μιλήσω. Χρειάζομαι να είμαι σε συνεχή επαφή με τους ανθρώπους στο δρόμο και να γνωρίζω τι συμβαίνει στον κόσμο. Όλα αυτά συμφωνούν με όσα εννοούσε ο William Faulkner όταν είπε “Tο καλύτερο μέρος για ένα συγγραφέα είναι ένας οίκος ανοχής, επειδή είναι πολύ ήσυχος το πρωί αλλά κάθε βράδυ διασκεδάζει”».


Μοναξιά:
Αν υπάρχουν μοναχικά επαγγέλματα, τότε σίγουρα η συγγραφή αποτελεί ένα από αυτά και ο Marquez το γνώριζε καλά: «Πιστεύω πως οι συγγραφείς είναι πάντα μόνοι τους, σαν ναυτικοί που ναυάγησαν στη μέση του ωκεανού. Είναι το πιο μοναχικό επάγγελμα στον κόσμο. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει όταν γράφεις». Το θέμα της μοναξιάς ήταν κυρίαρχο στοιχείο τόσο της ζωής του, όσο και των έργων του: «Νομίζω πως πρόκειται για ένα πρόβλημα που έχουν όλοι. Ο καθένας έχει το δικό του τρόπο και τα δικά του μέσα για να το εκφράσει. Αυτό το συναίσθημα διαπνέει το έργο τόσων πολλών συγγραφέων, αν και μερικοί το εκφράζουν υποσυνείδητα».

Φήμη:
Χωρίς καμία αμφιβολία η απόκτηση φήμης ανήκε σε εκείνα τα πράγματα τα οποία τον προβλημάτιζαν βαθύτατα: «
Με ανησυχεί. Σε μια ήπειρο ανέτοιμη για επιτυχημένους συγγραφείς, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο, χωρίς πρόθεση για λογοτεχνική επιτυχία, είναι να πουλάνε τα βιβλία του σαν φρέσκα κέικ. Σιχαίνομαι να είμαι στο επίκεντρο της προσοχής. Μισώ την τηλεόραση, τα συνέδρια, τα στρογγυλά τραπέζια. Και τις συνεντεύξεις. Δεν θα ευχόμουν σε κανέναν να έχει φήμη. Είναι σαν να είσαι ορειβάτης που σχεδόν σκοτώνεται καθώς πλησιάζει στην κορυφή, και όταν φτάνει, τι κάνει; Κατεβαίνει, ή προσπαθεί να σκαρφαλώσει για να κατέβει, διακριτικά, και με όση περισσότερη αξιοπρέπεια μπορεί να έχει». Μάλιστα, σε μια συνέντευξή του είχε δηλώσει πως ενδεχομένως να ήταν καλύτερο αν τα έργα του εκδίδονταν και αναγνωρίζονταν μετά θάνατον: «Ένας γνωστός συγγραφέας που θέλει να συνεχίσει να γράφει, πρέπει να υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στη φήμη. Δεν μου αρέσει που το λέω αυτό επειδή δεν ακούγεται ειλικρινές, αλλά θα προτιμούσα τα βιβλία μου να είχαν εκδοθεί μετά το θάνατό μου, ώστε να μη χρειαζόταν να βιώνω όλη αυτή την “επιχείρηση” της φήμης και του να είμαι ένας καλός συγγραφέας. Στην περίπτωσή μου, το μόνο πλεονέκτημα που μου έχει δοθεί λόγω της φήμης ήταν το ότι μπόρεσα να τη χρησιμοποιήσω για πολιτικούς λόγους. Κατά τα άλλα, ήταν πολύ άβολη. Το πρόβλημα είναι πως είσαι γνωστός 24 ώρες την κάθε μέρα και δεν μπορείς να πεις “ωραία, δεν θα είμαι γνωστός αύριο”, ή να πατήσεις ένα κουμπί και να πεις “δεν θα είμαι γνωστός εδώ ή τώρα”». Ο προβληματισμός που του προκαλούσε η απόκτηση φήμης ήταν κάτι που δυσκόλευε ακόμη και τη διαδικασία της συγγραφής: «Όλα τα βιβλία που είχα γράψει πριν ήταν για τους φίλους του. Το πρόβλημα είναι πως μετά τα “100 Χρόνια Μοναξιάς” έπαψα να γνωρίζω για ποιον από τους εκατομμύρια αναγνώστες μου γράφω...Aυτό με πληγώνει και με εμποδίζει. Είναι σαν να σε κοιτούν εκατομμύρια μάτια και εσύ να μην γνωρίζεις τι σκέφτονται... Νομίζω πως η ιδέα ότι γράφω για πολλούς περισσότερους ανθρώπους απ’ό,τι είχα φανταστεί ποτέ έχει δημιουργήσει μια γενική ευθύνη, λογοτεχνική και πολιτική. Σε αυτό εμπλέκεται ακόμα και το ζήτημα της υπερηφάνειας, γιατί δεν πρέπει όσα έργα ακολουθήσουν να υστερούν σε σχέση με όσα προηγήθηκαν ». Μαζί με τη φήμη και την αναγνώριση που έλαβε για τα έργα του, ο Marquez κατάφερε να κερδίσει και αρκετά χρήματα, όμως τα κέρδη δεν διάβρωναν το χαρακτήρα τους, καθώς παρέμενε ένας άνθρωπος ταπεινός: «Όχι, δεν είμαι πλούσιος, είμαι ένας φτωχός άνθρωπος με χρήματα, πράγμα πολύ διαφορετικό».


Λογοτεχνία:
Μια τέχνη που λίγοι κατέχουν λόγω της πολυπλοκότητάς της και της προσοχής που απαιτείται στη λεπτομέρεια. Ο Marquez συνήθιζε να την παρομοιάζει με μια άλλη τέχνη: «Η λογοτεχνία δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ξυλουργική». Φυσικά η στροφή του προς εκείνη δεν ήταν εξ ολοκλήρου ηθελημένη, καθώς η μητέρα του μεγάλου λογοτέχνη είχε βάλει το χέρι της σε αυτό και έτσι είχε ωθήσει τον Marquez να κάνει μια ξεχωριστή ανακάλυψη: «Βυθίστηκα στη ρομαντική λογοτεχνία, που είχα αποκηρύξει όταν η μητέρα μου θέλησε να μου την επιβάλει με το ζόρι, και από αυτή συνειδητοποίησα πως η ακατανίκητη δύναμη που κάνει τη Γη να γυρίζει δεν είναι οι ευτυχισμένοι έρωτες, αλλά όσοι συναντούν εμπόδια». Ο στόχος που είχε θέσει ο Marquez και επιχειρούσε να πετύχει μέσω της λογοτεχνίας ήταν να δημιουργήσει μια ουτοπική ζωή, δηλαδή μια ζωή δίκαιη: «Μια μέρα, το αφεντικό μου ο William Faulkner είπε: “αρνούμαι να αποδεχτώ το τέλος του ανθρώπου”. Θα είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου αν δεν είχα πλήρη επίγνωση ότι η κολοσσιαία τραγωδία που αρνήθηκε να αναγνωρίσει πριν 32χρόνια, είναι σήμερα, για πρώτη φορά από τις απαρχές της ανθρωπότητας, τίποτε άλλο από μια απλή επιστημονική πιθανότητα. Από την οπτική της απίθανης πραγματικότητας, που σίγουρα φάνταζε σαν απόλυτη ουτοπία στο παρελθόν, εμείς, οι εφευρέτες των παραμυθιών, που θα πιστεύαμε τα πάντα, αισθανόμαστε πως δικαίως πιστεύουμε ότι δεν είναι ακόμα πολύ αργά για να συμμετέχουμε στη δημιουργία του αντίθετου της ουτοπίας. Μιας νέας και σαρωτικής ουτοπίας της ζωής, όπου κανείς δεν θα μπορεί να αποφασίζει για τους άλλους τον τρόπο με τον οποίο θα πεθαίνουν, όπου η αγάπη θα αποδεικνύεται αληθινή και η ευτυχία θα είναι δυνατό να συμβεί, και όπου οι φυλές που καταδικάστηκαν σε 100 χρόνια μοναξιάς θα έχουν, επιτέλους και παντοτινά, μια δεύτερη ευκαιρία στη γη».


«Ένας άνθρωπος δεν πεθαίνει όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί» είπε δια στόματος Colonel Aureliano Buendía στο έργο του Ζω για να διηγούμαι”. Ας μείνει λοιπόν χαραγμένο στη μνήμη μας πως ο μεγάλος αυτός λογοτέχνης, που έφυγε πριν λίγες μέρες στα 87 του χρόνια, αποχώρησε όχι επειδή έφτασε η ώρα να αποχωρήσει, αλλά επειδή ο ίδιος έκρινε πως ήταν καιρός να φύγει...



Επιμέλεια: Ιωάννα Μπίθα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου