ΙΑΝΝΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ-IANNIS XENAKIS

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη

Ευρηματικός, ιδιοφυής, ευφάνταστος, δημιουργικός... Είναι δύσκολο να τον περιγράψει κανείς. Ακόμη και η μουσική του απαιτεί έως σήμερα προσπάθεια από πολλούς για την ακρόασή της. Ήταν όχι μόνο συνθέτης, αλλά και αρχιτέκτονας. Ένας από τους σπουδαιότερους του 20ου αιώνα με φήμες πέρα από τα εθνικά σύνορα. 
Το μαγικό στη σύνθεσή του ήταν οι πρωτοποριακοί συνδυασμοί που επιχειρούσε. Η μουσική συναντούσε την αρχιτεκτονική. Οι δυο τους ανέβλυζαν και χτίζονταν ξανά από τα μαθηματικά και τη φυσική. Φιλοσοφία, επιστήμη και τέχνη περπατούσαν σε μια συντροφιά γερά δεμένη. Έγραφε μουσική βασισμένος σε φυσικούς και μαθηματικούς νόμους και θεωρίες. Ορισμένες φορές δημιουργούσε τα δικά του μουσικά όργανα για να υποστηρίξει τις συνθέσεις του, καθώς τα ήδη υπάρχοντα δεν ήταν αρκετά. Ο ειρμός του χαοτικός και συγχρόνως αρμονικός, παρέσερνε σα χείμαρρος τον ακροατή σε έναν μυστηριώδη λαβύρινθο γεμάτο γνώσεις και ιδέες, έμοιαζε με ¨μίμηση¨ της μουσικής του...
Η κλίση ήταν εμφανής εξ’ αρχής. «Άρχισα να θέλω να κάνω μουσική από όταν ήμουνα παιδί. Ξεκίνησα από μια ανησυχία και μια βαθύτατη ευαισθησία που είχα προς τους ήχους. Ασχολήθηκα, όμως, και με την αρχαιότητα και τη φιλοσοφία.»
Γεννήθηκε το 1922 στη Ρουμανία και στα δεκαέξι του χρόνια ήρθε στην Αθήνα. Τότε ήταν που έκανε τις πρώτες συνθετικές του απόπειρες, αφού ήδη, μόλις λίγα χρόνια πριν, είχε ξεκινήσει τις σπουδές του στη μουσική. Τότε ήρθε, επίσης, σε επαφή με την ελληνική φιλοσοφία και ενδιαφέρθηκε για τον συνδυασμό των μαθηματικών με τη μουσική. Πιο συγκεκριμένα, επιθυμούσε να παραστήσει με γραφήματα τις μουσικές δομές της ¨Τέχνης της Φούγκας¨ του Μπαχ, ως οπτικές αντιστοιχίες της μουσικής...  
Η συνέχεια τον βρήκε στο Πολυτεχνείο, ωστόσο η περίοδος ήταν ταραγμένη. «Εκείνη την εποχή διάβαζα Πλάτωνα, την Πολιτεία. Η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τόσο ασφυκτική, ώστε έπρεπε να βρει κανείς διεξόδους. Επίσης, διάβαζα και αποδεχόμουν τις θέσεις του μαρξισμού, τις έβλεπα ως ένα είδος παραμόρφωσης των πλατωνικών ιδεών. Ενστερνιζόμουν τις θέσεις περί ισοτιμίας των πολιτών, περί ελευθερίας του ατόμου. Έγινα μαρξιστής από τις ανάγκες της καθημερινότητας.»
Παρά την ανάμειξή του στα γεγονότα, η οποία οδήγησε και στον βαρύ τραυματισμό του, ήρθε η στιγμή για μια απόφαση. Η έμφυτη τάση και το ταλέντο του έγιναν επιταγή και ανάγκη. «Το σημαντικό ήταν πως είχα αποφασίσει ότι για να υπάρχω ως άτομο έπρεπε να κάνω μουσική. Αλλιώς δεν θα ήμουν τίποτε. Ήταν ένα πραγματικό πάθος, εσωτερικό, που σιγά-σιγά έβγαινε στην επιφάνεια…»
Η συνειδητοποίηση αυτή όμως, δε σήμαινε και την αποχή του από την κοινωνία, σύμφωνα με τα λεγόμενά του. «Η Τέχνη, εννοώ την επαναστατική τέχνη, είναι ενεργό στοιχείο στην κοινωνία. Επαναστατική δεν εννοώ την τέχνη που ακολουθεί ένα κίνημα επαναστατικό. Έχω στο νου μου την επανάσταση στην ίδια την τέχνη. Ένας Μοντριάν είναι επαναστάτης. Ένας Πικασό είναι επαναστάτης, άσχετα από τις πολιτικές του ιδέες. Είναι επαναστάτης ένας επιστήμονας, που ανακαλύπτει μια καινούρια θεωρία ή ένας μαθηματικός σαν τον Γκαίνε που απάντησε σε ορισμένα πολύ βασικά ζητήματα των μαθηματικών και μολονότι είναι σχεδόν άγνωστος, η σημασία του είναι μεγάλη. Η επανάσταση, αυτό που λέμε επανάσταση, δεν αφορά μόνο τα πολιτικά ζητήματα και τα κοινωνικά, αλλά γενικά όλες τις ιδέες, όλες τις εκφράσεις του ανθρώπου. Και αυτό σχετίζεται για μένα με τη δημιουργία.»
Άλλωστε στην τέχνη αντίκριζε την ελευθερία. «Η τέχνη είναι το μέσον που οδηγεί τον άνθρωπο στο να απελευθερώσει την πιο δημιουργική του φαντασία και πράξη. Η τέχνη, με άλλα λόγια, μπορεί να λειτουργήσει ως η απελευθερωτική δύναμη του κόσμου»
Έτσι αφιερώθηκε στη μουσική. Τι ήταν όμως το στοιχείο που τον οδήγησε στην ένωση τέχνης και επιστήμης με τον ιδιαίτερο αυτό τρόπο; «Η μουσική είναι και αυτή μια έκφραση, δεν μπορεί παρά να απαρτίζεται από τις άλλες εκφράσεις. Επομένως, χωρίς φιλοσοφία, χωρίς μαθηματικά, χωρίς την ιστορία, η μουσική δεν μπορεί να υπάρξει, δεν έχει νόημα. Τα μαθηματικά άλλωστε χωρίς μουσική, χωρίς φιλοσοφία, δεν μπορούν να υπάρξουν. Δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς τις εικαστικές τέχνες, χωρίς την τέχνη γενικά.»
Το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει, στο οποίο πίστευε τόσο φυσικά ήταν συγχρόνως η γοητεία και η προσφορά του. «Ίσως αυτή είναι η σπουδαιότερη συνεισφορά μου: Η τέχνη και η επιστήμη δεν είναι χωρισμένες, ιδίως στη μουσική. Αντίθετα, η μία ζει μέσα στην άλλη»
 Η διαφορετική θεώρησή του, ωστόσο, οδήγησε σε πολλές συγκρούσεις, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που αδυνατούσαν να τον παρακολουθήσουν και να τον κατανοήσουν. «Νομίζω ότι ιστορικά ήταν κάτι που έπρεπε κατ' ανάγκην να συμβεί και συνέβη. Έτσι λοιπόν και εγώ τράβηξα τον δρόμο μου χωρίς να υπολογίσω αν έχει ή δεν έχει απήχηση το έργο μου, αν χάνομαι σε μια έρημο ή στο αυριανό αστικό τοπίο, αν γειτονεύω με άλλους οδοιπόρους ή όχι... Στο έργο μου δεν με απασχολούσε τίποτε έξω από αυτό.»

Η ζωή του ήταν πλούσια από βιώματα και ανάστατη. Οι αψιμαχίες διανθίζονταν από σπουδαίες βραβεύσεις: Νομπέλ Laurear of the Kyoto Prize, κορυφαίο βραβείο στην Ιαπωνία, Prix du Conseil International de la Musique της UNESCO για τη συνολική του προσφορά στη μουσική, Νομπέλ των Τεχνών Polar Music Prize from the Stig Anderson Music Prize Fund of the Royal Swedisce Academy of Music από τη Σουηδική Ακαδημία της Μουσικής. Οι νότες και οι ιδέες του σώπασαν οριστικά στο Παρίσι, το 2001.  
Τι θα είχε, λοιπόν, μία διάνοια να συμβουλέψει τους συμπατριώτες της σχετικά με τη σύνθεση και δημιουργία; «Να δουλέψουν πρωτοποριακά. Να δημιουργήσουν έργα παγκόσμιας σημασίας. Μονάχα έτσι μπορούν να σταθούν. Χρειάζονται κότσια και δύναμη...» Λίγες κουβέντες που κουβαλούσαν την ουσία με πάθος.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου