Jimi Hendrix


                                                                             Επιμέλεια: Ιωάννα Μπίθα
                                                                              www.synenteuxis.gr




O θρυλικός κιθαρίστας γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1942. Ξεκίνησε τη ζωή του ως Johnny Allen Hendrix, ένα όνομα το οποίο είχε επιλέξει η μητέρα του, στη συνέχεια όμως, ο πατέρας του τον μετονόμασε σε James Marshall Hendrix και τον μύησε στην ακουστική κιθάρα. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν πλέον ξεκινούσε την καριέρα του στο Λονδίνο ο ίδιος επέλεξε το όνομα Jimi. Παρά το γεγονός ότι βρέθηκε στον καλλιτεχνικό χώρο για μόλις τέσσερα χρόνια συμμετέχοντας σε διάφορα συγκροτήματα, με τα The Jimi Hendrix Experience (1966-68) και Band of Gypsys (1968-70) να ξεχωρίζουν, ο Hendrix έγραψε ιστορία και καθιερώθηκε ως ένας κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της ροκ μουσικής ο οποίος βέβαια παραμένει αναντικατάστατος έως τις μέρες μας.



   Ο Hendrix ομολογούσε πως ήταν ένας μοναχικός και ήρεμος χαρακτήρας: «Είμαι σχετικά ήσυχος, και λίγο κλειστός. Δεν συνηθίζω να μιλάω αρκετά. Ό,τι έχω να πω, το λέω με την κιθάρα μου. Δεν μπορώ να σταθώ εύκολα σε μια κουβέντα...αλλά όταν βρίσκομαι στη σκηνή, είναι όλος μου ο κόσμος. Είναι όλη μου η ζωή». Παρά τον κλειστό χαρακτήρα που υποστήριζε πως έχει όμως, στη σκηνή το ταμπεραμέντο του μεταμορφωνόταν σε εκρηκτικά δυναμικό γιατί όπως έλεγε: «Πρέπει να είσαι φρικιό, έτσι ώστε να ξεχωρίζεις!».
  
Η μουσική ήταν η μεγαλύτερή του αγάπη και ο ίδιος είχε πει πως νιώθει σαν να είναι παντρεμένος μαζί της: «Στόχος μου είναι να γίνω ένα με τη μουσική. Απλά έχω αφιερώσει όλη μου τη ζωή σε αυτή την τέχνη». Μάλιστα, σε κάποια συνέντευξη είχε δηλώσει: «Η μουσική για μένα είναι αγάπη. Την αγαπώ και οι άνθρωποι είναι καλοί...» ενώ γελώντας είχε συμπληρώσει: «...και τα χρήματα είναι επίσης καλά!». Τα χρήματα όμως ήταν δευτερεύουσας σημασίας για εκείνον: «Δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα όσο έχω αρκετά για φαγητό και για να παίζω αυτά που θέλω να παίζω».
     Στην ερώτηση αν θεωρούσε πως έχει αρκετά χρήματα για να σταματήσει την ενασχόληση με τη μουσική εκείνος απαντούσε: «Εμ, δεν νομίζω, δεν έχω αρκετά λεφτά ώστε να μπορώ να ζήσω με τον τρόπο που θέλω, επειδή αυτό που θέλω είναι να ξυπνάω το πρωί, να στριφογυρνάω στο κρεβάτι μου και να βγαίνω σε μια εσωτερική πισίνα, να κολυμπάω ως το τραπέζι με το πρωινό. Να βγαίνω από το νερό για να πάρω αέρα, να πίνω το χυμό πορτοκάλι ή κάτι τέτοιο. Μετά, να βουτάω πάλι από την καρέκλα στην πισίνα, να κολυμπάω ως το μπάνιο και να συνεχίζω, να ξυρίζομαι και οτιδήποτε άλλο. Αυτό σου ακούγεται αρκετά πολυτελές; Όχι...Βασικά ,σκεφτόμουν μια σκηνή, μάλλον, που να αιωρείται πάνω από το ρέμα ενός βουνού!!».
  

 Η επιτυχία και η φήμη που είχε αποκτήσει δεν άλλαζαν τις αντιλήψεις του καθώς παρέμενε ένας απλός άνθρωπος ο οποίος ικανοποιούνταν με τις απλές, αλλά όμορφες στιγμές της ζωής: «Όλα όσα πίστευα ότι ήταν σημαντικά πριν να κάνω τον πρώτο μου επιτυχημένο δίσκο εξακολουθούν να είναι σημαντικά και τώρα. Το να προσπαθώ να καταλαβαίνω τους ανθρώπους και να σέβομαι τα συναισθήματά τους, ασχέτως με την γνώμη σου ή τη δική τους. Τα όμορφα πράγματα εξακολουθούν να είναι τα ίδια: το ηλιοβασίλεμα και η δροσιά στο γρασίδι. Κανενός είδους υλικός πλούτος δεν αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι για αυτά τα πράγματα. Όταν ψάχνεις για την πραγματική ευτυχία, ανατρέχεις στις ευτυχισμένες μέρες που έζησες ως παιδί. Θυμάσαι τον καιρό που το παιχνίδι στη βροχή είχε πλάκα;». Η επιτυχία δεν τον ικανοποιούσε καθώς ήθελε συνεχώς να βελτιώνεται: «Πάντα προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος, αλλά όσο συνεχίζω να παίζω, δεν νομίζω πως θα φτάσω ποτέ στο σημείο να είμαι ικανοποιημένος. Μπορεί κατά καιρούς να είσαι ευχαριστημένος με αυτό που κάνεις, αλλά ποτέ δεν είσαι πραγματικά ικανοποιημένος».    Τα συγκροτήματα στα οποία συμμετείχε ήταν ενταγμένα στο κλίμα της “hippie εποχής”, όμως εκείνος αρνούνταν αυτό τον χαρακτηρισμό: «απλά συνέβη επειδή την εποχή που εμφανιστήκαμε κυριαρχούσε η ψυχεδέλεια και όλα τα σχετικά ρούχα. Μου άρεσε αυτό το σκηνικό, αλλά όχι επακριβώς αυτό που ονομάζουν “hippie σκηνικό”. Επειδή δεν μου αρέσει η κατηγοριοποίηση ούτως ή άλλως, ασχέτως με το σκηνικό. Απλά έτυχε να παίζουμε σοκαριστικά και ψυχεδελικά πράγματα». Διαφωνία υπήρχε και σχετικά με το στυλ της μουσικής την οποία έπαιζαν: «Προσπαθούμε να παίζουμε αληθινή μουσική. Δεν παίζουμε μπλουζ, ακόμα κι αν κάποιοι το νομίζουν. Παίζουμε ένα μίγμα μπλουζ, τζαζ και ροκ εν ρολ, και αρκετή φασαρία. Αποκαλούμε τη μουσική μας “Ηλεκτρονική Εκκλησιαστική Μουσική” επειδή είναι θρησκεία για εμάς», όμως ούτε κι αυτός ο χαρακτηρισμός ήταν επαρκής: «δεν μου αρέσει η ονομασία “εκκλησιαστική” γιατί ακούγεται πολύ funky – σε κάνει να σκέφτεσαι ένα άτομο να προσεύχεται γονατισμένο στο έδαφος – αλλά μέχρι να βρούμε κάτι καλύτερο, χρησιμοποιούμε  αυτή».
   
Στόχος του ήταν η μουσική να λειτουργεί και αφυπνιστικά για το κοινό: «Θέλουμε ο ήχος μας να μπαίνει μέσα στις ψυχές του κοινού και να βλέπουμε αν μπορεί να ξυπνήσει κάτι μέσα στα μυαλά τους...Γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί κοιμισμένοι άνθρωποι..Προσπαθώ να χρησιμοποιώ τη μουσική για να κάνω αυτούς τους ανθρώπους να δράσουν. Η μουσική δεν λέει ψέματα. Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να αλλάξει σ' αυτόν τον κόσμο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της μουσικής».
   Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο συνέθετε τα τραγούδια του, ο
Hendrix έλεγε πως: «Ο τρόπος με τον οποίο γράφω, είναι μια σύζευξη πραγματικότητας και φαντασίας, κατά βάση. Πρέπει να χρησιμοποιείς τη φαντασία σου για να δείχνεις τις διαφορετικές όψεις της πραγματικότητας..». Βασική πηγή της έμπνευσής του, ήταν τα όνειρά του ενώ αγαπημένη του τοποθεσία για τη σύνθεση ήταν το κρεβάτι του: «Ονειρεύομαι πολύ,  και πολλά όνειρά μου τα μετατρέπω σε τραγούδια. Όλος ο κόσμος με επηρεάζει. Όλοι και όλα είναι μουσική. Μένω στο κρεβάτι για πολλή ώρα ή πηγαίνω σε κάποιο πάρκο. Γράφω τα καλύτερά μου τραγούδια στο κρεβάτι, απλά ξαπλωμένος σε αυτό. Όταν δεν δουλεύω, σπάνια φεύγω από το σπίτι μου.  Συνήθως κάθομαι εδώ, και παίζω τραγούδια. Δεν μου αρέσει να ντύνομαι και να πηγαίνω σε πάρτι, αλλά πρέπει να το κάνω. Πάντα νιώθω ότι θα ετοιμαστώ, θα πάω και ότι δεν θα με αφήσουν να μπω, οπότε τα αφήνω αυτά στα άτομα με αίγλη που τραγουδούν πολύ όμορφα ώστε μπορούν να βάζουν τις φωνές τους στις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Εγώ...εγώ απλά προσπαθώ να οργανώσω τη μουσική μου».
  

   Ο Jimi έμεινε στην ιστορία για τη μουσική αλλά και για το ιδιαίτερό του στυλ το οποίο ήταν ελαφρώς – έως πολύ- ατημέλητο, κάτι για το οποίο παραπονιόταν ακόμη κι ο μάνατζέρ του: «Πριν ανέβω στη σκηνή, ο μάνατζέρ μου, μου λέει: “Τζίμι, απεριποίητο γουρούνι, πες μου ότι δεν θα ανέβεις έτσι στην σκηνή!”. Και εγώ απαντώ: “Μόλις σβήσω αυτό το τσιγάρο – θα είμαι πλήρως ντυμένος”. Έτσι νιώθω άνετος». Σε κάθε συνέντευξη, όταν η συζήτηση μεταφερόταν στην εξωτερική του εμφάνιση, ο ίδιος θυμόταν τον πατέρα του: «Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Συνήθιζε να με αρπάζει και να καταστρέφει τα ρούχα μου», ενώ όποτε τον ρωτούσαν για τα μαλλιά του και τον τρόπο με τον οποίο τα έφτιαχνε, ο ίδιος έλεγε ότι: «Ο πατέρας μου συνήθιζε να μου τα κόβει συνέχεια όταν ήμουν παιδί κι εγώ πήγαινα στο σχολείο μοιάζοντας με μαδημένο κοτόπουλο! Μάλλον αυτό μου δημιούργησε κάποιο κόμπλεξ...Πάντως νομίζω πως αυτά τα μαλλιά είναι πολύ ευχάριστα. Οι μπούκλες, βλέπεις, είναι κραδασμικές. Αν τα μαλλιά σου είναι ίσια, με κατεύθυνση προς το έδαφος, τότε δεν είναι κραδασμικά. Τα μαλλιά μου όμως πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις!». 
   
Υπήρξε πλήρως αφοσιωμένος στη μουσική του, κάτι το οποίο δήλωνε απερίφραστα: «Έχω μόνο μια ζωή να ζήσω. Και μπορεί να μην είμαι εδώ αύριο, οπότε θα αφοσιωθώ σε αυτό που κάνω τώρα. Οι άνθρωποι, ξέρεις, πεθαίνουν πολύ εύκολα», τραγική ειρωνεία θα έλεγε κανείς.
     Τα τελευταία δυο τραγούδια που έπαιξε ο Jimi ήταν τα «Purple Haze» και το «Voodoo Child» στο Isle of Wight festival στις 30 Αυγούστου του 1970. Συμπτωματικά και κατά ειρωνεία της τύχης, οι τελευταίοι στίχοι που τραγούδησε επί σκηνής ήταν οι εξής: If I dont see you no more in this world/ Ill meet you in the next one and dont be late, dont be late ενώ τα τελευταία λόγια που απηύθυνε προς το κοινό ήταν: «Σας ευχαριστώ πολύ. Ειρήνη, χαρά και όλα τα άλλα καλά πράγματα». Λίγες μέρες αργότερα, ο κορυφαίος κιθαρίστας βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε και κάπως έτσι, στα 27 του, χάθηκε από τη ζωή, ποτέ όμως από τη μουσική.
    Θα κλείσω με τη ρήση-επιθυμία του ίδιου: «Όταν πεθάνω, θέλω ο κόσμος να παίζει τη μουσική μου, να τρελαίνεται και να κάνει ό,τι γουστάρει!».

Πηγές : rollingstone.com , jasobrecht.com , starting-at-zero.com , wikipedia 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου