STEPHEN ANTONAKOS

Επιμέλεια: Σύλβια Μπενάκη

Ψαχούλευα, όπως πάντα, βυθισμένη σε ένα πλήθος συνεντεύξεων για να βρω κάτι που θα με μαγνήτιζε, που θα με ταξίδευε. «¨Κάποιον¨ που θα είχε να μας πει ¨κάτι¨.»Ήταν το καλοσυνάτο πρόσωπό του σε μια φωτογραφία που μου κίνησε το ενδιαφέρον για να γνωρίσω, δυστυχώς λίγους μήνες μετά την απώλειά του, έναν ιδιαίτερο, αστείρευτο, διεθνούς φήμης καλλιτέχνη, μα και έναν φωτεινό, μειλίχιο άνθρωπο μέσα από τις συνεντεύξεις του.
Γεννήθηκε το 1926 στον Άγιο Νικόλαο Λακωνίας και τεσσάρων χρονών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Νέα Υόρκη. «Ευχαριστώ τους γονείς μου, που πηγαίνοντας στη Νέα Υόρκη, μας έδωσαν την ελευθερία να δουλέψουμε σε έναν μεγάλο κόσμο και μας έδωσαν και την προσωπική ελευθερία να βρούμε τον αληθινό εαυτό μας.»
Τα ταξίδια του ήταν πάντα επαγγελματικά, αφιερωμένα στην τέχνη του, με εξαίρεση ένα στη Σικελία. Επισκέφτηκε αρκετές φορές την Ελλάδα και είχε πολλούς φίλους εδώ.  Η εικόνα που του είχε μείνει από το τόπο του ήταν ένα μικρό εκκλησάκι. «Πρόκειται για ένα παρεκκλήσι στο οποίο πηγαίνουν της Παναγίας. Είναι πάρα πολύ μικρό κι οι πιο πολλοί μένουν αναγκαστικά έξω. Μέσα δεν χωράνε περισσότεροι από δέκα. Αυτό είναι που μου αρέσει, όπως και σε άλλα παρεκκλήσια που έχω επισκεφτεί ανά την Ελλάδα. Ότι φτιάχτηκαν από τους ντόπιους, χωρίς να έχει εμπλακεί αρχιτέκτονας, κι έτσι έπρεπε μόνοι τους να επινοήσουν πού έπρεπε να είναι η πόρτα, τα παράθυρα και το ιερό, που έχει ελάχιστες εικόνες, απλοϊκά ζωγραφισμένες. Μου αρέσουν αυτά τα παρεκκλήσια ακριβώς επειδή έγιναν από την ανάγκη απλών ανθρώπων που μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να τα φτιάξουν. Είναι γεμάτη η Ελλάδα από τέτοια και είναι τα πιο ¨έντιμα¨ φτιαγμένα.»
Η τέχνη τον κέρδισε νωρίς. Ήταν η ανάγκη, το χάρισμα και ο βοηθός του... «Αυτό που αναζητώ δεν είναι παρά η αλήθεια. Η τέχνη είναι η πιο σοβαρή και απαιτητική εφ' όρου ζωής δέσμευση. Είναι μία υψηλή αποστολή, δεν είναι καριέρα. Και είναι κάτι που επείγει. Δεν υπάρχει επιλογή. Αισθάνομαι τεράστια ευθύνη και μεγάλη χαρά. Χρειάζεται να βάλεις σε λειτουργία νοημοσύνη και αυτοσυγκέντρωση. Παρ’ όλα αυτά, στο στούντιο, με το μολύβι στο χέρι ή το χαρτί ή το κοπίδι, εγκαταλείπεις κάθε συνειδητή απόφαση ή πρόθεση και απλώς δημιουργείς. Η τέχνη σήμερα είναι όπως ήταν πάντα. Ένας δρόμος. Μια αρχέγονη, αποκαλυπτική και αέναη ανθρώπινη δραστηριότητα.»
Τα έργα του, όπως υποστηρίζει φρόντιζε πάντοτε να είναι διαφορετικά. Έπαιζε με τον φυσικό χώρο και τα φώτα από νέον. Μάλιστα, όσοι κυκλοφορούμε με τις συγκοινωνίες της Αθήνας έχουμε την τύχη να απολαμβάνουμε μερικά δείγματα της τέχνης του... «Αγαπώ πολύ το έργο μου στον σταθμό του μετρό στους Αμπελόκηπους, στην Αθήνα. Πάρα πολλοί άνθρωποι μου έχουν πει ότι παίρνουν τη συγκεκριμένη γραμμή για να το βλέπουν το πρωί καθώς πηγαίνουν στη δουλειά τους και το απόγευμα, όταν επιστρέφουν, γιατί τους φωτίζει τη ζωή! Δεν χρειάζεται να ενδιαφέρεσαι για την τέχνη για να την εκτιμάς, κι αυτό είναι το υπέροχο με τα έργα σε δημόσιους χώρους. Τα βλέπουν όλοι, άνθρωποι με τελείως διαφορετικό υπόβαθρο. Είναι καταπληκτικό αυτό που μπορεί να προσφέρει ένα έργο σε δημόσια θέα στους ανθρώπους και στην κοινωνία.»
Για να δημιουργήσει το έργο του κάθε φορά, ειδικά στις περιπτώσεις που αυτό στολίζει δημόσιους χώρους, φροντίζει να γίνεται ένα με το περιβάλλον και τον κόσμο που το πλημμυρίζει. «Όταν αναλαμβάνω ένα έργο για δημόσιο χώρο, προηγουμένως μελετώ το κτίριο, τη χρήση του, την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται. Στον σταθμό του μετρό ο κόσμος ανεβοκατεβαίνει και άρχισα να κάνω και εγώ το ίδιο: Να ανεβοκατεβαίνω πολλές φορές τις σκάλες, να τον ακολουθώ στα βαγόνια, να περπατώ πέρα-δώθε. Το μέλημά μου ήταν το έργο μου να συνοδεύει τους ανθρώπους, αλλά και οι άνθρωποι να γίνουν μέρος του έργου μου. Να υπάρχουν μέσα στον χώρο της τέχνης μου.»
Φαίνεται πως η έκθεση των δημιουργημάτων του σε δημόσιους χώρους είχε κάτι το δελεαστικό... «Το θεωρώ σημαντικό για εκείνους που δεν σκέπτονται ποτέ γύρω από την τέχνη. Και θέλω επίσης, με αυτόν τον τρόπο, οι άνθρωποι να αρχίσουν να συζητούν για την τέχνη. Να γίνει κομμάτι των βιωμάτων τους, της ζωής τους και να αναρωτιούνται για την τοποθέτηση ενός έργου σε όποιο μέρος το συναντούν. Να ξεκινήσει ένας διάλογος γύρω από την τέχνη από όλες τις κοινωνικές τάξεις και τις ηλικίες. Υπάρχει κόσμος που δεν έχει επισκεφθεί ποτέ μουσεία ή γκαλερί, που δεν έχει δει ποτέ τέχνη από κοντά. Όλους αυτούς πρέπει να προσεγγίζουμε.»
Η αίσθηση της προσφοράς βρισκόταν σε κάθε φως που προσέθετε, σε κάθε συνδυασμό. Η δημιουργία ήταν κάτι φυσικό όπως και η έλξη του από το φως που χρησιμοποιούσε. «Τη νύχτα τη σκέφτομαι πάντα σε σχέση με τα έργα μου. Υπάρχει περίπτωση ο κόσμος που περνάει για να πάει στη δουλειά του να τα απολαύσει ως μια στιγμιαία εμπειρία μια οποιαδήποτε ώρα της μέρας και να μην τα δει ξανά. Αλλά είναι σημαντικό για τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί γύρω, κοντά στα έργα, και που τα βλέπουν πολλές διαφορετικές ώρες και υπό διαφορετικές συνθήκες, όπως κατά τη διάρκεια μιας βροχής ή στις έξι το απόγευμα, που το φως αρχίζει ν’ αλλάζει πολύ γρήγορα, και μετά τις επτά-οκτώ, που πια σκοτεινιάζει. Αυτοί είναι οι διαφορετικοί τρόποι που μπορεί να δει κανείς ένα έργο που έχει τοποθετηθεί σε δημόσια θέα. Αλλά και στην περίπτωση που τοποθετείται σε κλειστό χώρο, όπως μέσα σε στούντιο, που όμως έχει πολλά παράθυρα, αλλιώς φαίνεται όταν ο ήλιος λάμπει και αλλιώς μέσα στη νύχτα.»
Αν όλοι ασχολούνται με το φλέγον θέμα του καιρού, εκείνος είχε άλλο στόχο. «Δεν θέλω να μιλήσω για την κρίση, όμως θέλω με τα έργα μου να μιλήσω στην ψυχή των ανθρώπων. Να γίνουν πηγή έμπνευσης και θετικής ενέργειας. Ελπίζω η τέχνη μου να φτάσει βαθιά μέσα στον καθένα. Ελπίζω και ότι σε περιόδους κρίσης αλλά και σε καλούς καιρούς το έργο μου θα υπενθυμίζει τις μεγάλες δυνατότητες που παρέχει η ζωή για όλους μας, καθώς και την ακτινοβολία που πηγάζει από μέσα μας».
Όταν όλα φαίνονται δύσκολα και το κουράγιο δίνει τη θέση του στην απελπισία, όταν στεκόμαστε βομβαρδισμένοι από τον μοδάτο πεσιμισμό της εποχής με μάτια κενά, έρχονται τα λόγια του από το παρελθόν να μας δώσουν ένα ελαφρύ σκούντημα στον ώμο. «Είναι λάθος να χάνουμε την αισιοδοξία μας. Ζούμε μόνο μία φορά. Είναι σημαντικό να πιστεύουμε στον εαυτό μας, να αποφασίζουμε για εμάς και να γνωρίζουμε ότι κανείς δεν ζει μόνος του και κανείς δεν εργάζεται μόνος του. Είναι σημαντικό να αφιερώνουμε τη ζωή μας στο έργο μας, σε εκείνο το έργο που μόνο εμείς μπορούμε να κάνουμε. Όπως έχει πει και ο Καβάφης: “Κάν’ το όσο μπορείς καλύτερα.”» Κάπως έτσι γεμίζει η ζωή μας φως και χρώματα...

 Πηγές: ΤΟ ΒΗΜΑ, LiFO, agelioforos.gr 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου